πολύστροφος: Difference between revisions
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
(33) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[πολύστροφος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> πολύ συνεστραμμένος<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ευμετάβλητος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για [[ποίημα]]) αυτός ο [[οποίος]] αποτελείται από πολλές στροφές<br /><b>2.</b> (για μηχανές) αυτός που εκτελεί πολλές στροφές<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) α) αυτός που το [[μυαλό]] του παίρνει πολλές στροφές, [[έξυπνος]], [[ευφυής]]<br />β) (με αρνητ. σημ.) [[πολύτροπος]], [[πανούργος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για χορευτή) αυτός που κάνει πολλές στροφές<br /><b>2.</b> (για χειριστή πηδαλίου) ο [[ικανός]] να αλλάζει πολλές φορές την [[κατεύθυνση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] για τον ήλιο) αυτός που πραγματοποιεί πολλούς ελιγμούς<br /><b>2.</b> ο πολύ καλά κλωσμένος, [[πολύπλεκτος]] («λίνων πολυστρόφων», Φίλιππ. θεσσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>στροφος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>στροφός</i> <span style="color: red;"><</span> [[στρέφω]]), <b>πρβλ.</b> <i>νεό</i>-<i>στροφος</i>]. | |mltxt=-η, -ο / [[πολύστροφος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> πολύ συνεστραμμένος<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ευμετάβλητος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για [[ποίημα]]) αυτός ο [[οποίος]] αποτελείται από πολλές στροφές<br /><b>2.</b> (για μηχανές) αυτός που εκτελεί πολλές στροφές<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) α) αυτός που το [[μυαλό]] του παίρνει πολλές στροφές, [[έξυπνος]], [[ευφυής]]<br />β) (με αρνητ. σημ.) [[πολύτροπος]], [[πανούργος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για χορευτή) αυτός που κάνει πολλές στροφές<br /><b>2.</b> (για χειριστή πηδαλίου) ο [[ικανός]] να αλλάζει πολλές φορές την [[κατεύθυνση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] για τον ήλιο) αυτός που πραγματοποιεί πολλούς ελιγμούς<br /><b>2.</b> ο πολύ καλά κλωσμένος, [[πολύπλεκτος]] («λίνων πολυστρόφων», Φίλιππ. θεσσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>στροφος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>στροφός</i> <span style="color: red;"><</span> [[στρέφω]]), <b>πρβλ.</b> <i>νεό</i>-<i>στροφος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πολύστροφος:''' -ον ([[στρέφω]]), εξαιρετικά συνεστραμμένος, [[πολύ]] κουλουριασμένος, αυτός που έχει πολλές σπείρες, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:00, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A much-twisted, λίνα ib.6.107 (Phil.); ἀκτίς Mesom.Sol.12. 2 versatile, γνώμα Pi.Fr.214; π. τὴν γνώμην Poll.6.131. 3 making many turns, of a dancer, Nonn.D.30.108; ἡνιοχεύς (of a steersman) ib.40.464.
German (Pape)
[Seite 674] viel od. oft gedreht, geflochten, λίνα, Philip. 8 (VI, 107); sich vielfach drehend, windend, πολύστροφον ἀκτῖνα ἀμπλέκων, von der Sonne, Dionys. 2; auch übertr., γνώμα, beweglich, gewandt, Pind. frg. 233.
Greek (Liddell-Scott)
πολύστροφος: -ον, ὁ πολὺ συνεστραμμένος, λίνα Ἀνθ. Π. 6. 107. 2) = πολύτροπος, γνώμα Πινδ. Ἀποσπ. 233· π. τὴν γνώμην Πολυδ. Ϛ΄, 131.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 tout à fait enroulé ; bien tressé;
2 qui tourne en tous sens ; fig. versatile, changeant, inconstant.
Étymologie: πολύς, στρέφω.
English (Slater)
πολύστροφος, -ον
1 making many turns met., inconstant Ἐλπίς, ἃ μάλιστα θνατῶν πολύστροφον γνώμαν κυβερνᾷ fr. 214. 3.
Greek Monolingual
-η, -ο / πολύστροφος, -ον, ΝΜΑ
1. πολύ συνεστραμμένος
2. μτφ. ευμετάβλητος
νεοελλ.
1. (για ποίημα) αυτός ο οποίος αποτελείται από πολλές στροφές
2. (για μηχανές) αυτός που εκτελεί πολλές στροφές
3. μτφ. (για πρόσ.) α) αυτός που το μυαλό του παίρνει πολλές στροφές, έξυπνος, ευφυής
β) (με αρνητ. σημ.) πολύτροπος, πανούργος
μσν.-αρχ.
1. (για χορευτή) αυτός που κάνει πολλές στροφές
2. (για χειριστή πηδαλίου) ο ικανός να αλλάζει πολλές φορές την κατεύθυνση
αρχ.
1. (κυρίως για τον ήλιο) αυτός που πραγματοποιεί πολλούς ελιγμούς
2. ο πολύ καλά κλωσμένος, πολύπλεκτος («λίνων πολυστρόφων», Φίλιππ. θεσσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -στροφος (< στροφός < στρέφω), πρβλ. νεό-στροφος].
Greek Monotonic
πολύστροφος: -ον (στρέφω), εξαιρετικά συνεστραμμένος, πολύ κουλουριασμένος, αυτός που έχει πολλές σπείρες, σε Ανθ.