φλέως: Difference between revisions

From LSJ
(45)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ω, ο, ΝΑ, και [[φλέο]], το, Ν, και [[φλέος]], και ιων. τ. φλοῡς, και φλοῡν, τὸ, Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων μονοκότυλων αγρωστωδών [[φυτών]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] υδροχαρούς καλάμου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ονομασία φυτού, αβέβαιης ετυμολ., η οποία απαντά με τις μορφές: [[φλέως]], [[φλοῦς]], [[φλέος]], ενώ και μια [[μορφή]] θ. <i>φλειFο</i>- μαρτυρείται στο [[τοπωνύμιο]] <i>Φλειοῦς</i> (<b>πρβλ.</b> το επίρρ. <i>ΦλειFοντᾱθεν</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ΦλειFο</i>- <i>Fοντ</i>-<i>ᾱθεν</i> [<b>βλ.</b> και -<i>όεις</i> <span style="color: red;"><</span> -<i>εις</i> <span style="color: red;"><</span> [[ρίζα]] -<i>Fεντ</i>-], [[καθώς]] και το μυκηναϊκό [[τοπωνύμιο]] <i>perewote</i>, που αντιστοιχεί σε τ. τοπικής <i>ΦλειFοντει</i> ή <i>ΦληFοντει</i>). Η λ. ανάγεται από πολλούς μελετητές στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>bhle</i>-<i>u</i>- «[[φουσκώνω]], πρήζομαι, ρέω» του ρ. [[φλέω]] «[[είμαι]] [[γεμάτος]] χυμούς, [[είμαι]] [[ανθηρός]]» (<b>βλ. λ.</b> [[φλέω]]), [[άποψη]] η οποία μπορεί να αιτιολογηθεί, από σημασιολογική [[πλευρά]], λόγω της πλούσιας άνθησης του φυτού (<b>πρβλ.</b> το [[ζεύγος]] [[βρύον]]: [[βρύω]]), ενώ, και από μορφολογική [[πλευρά]], διευκολύνει την [[ερμηνεία]] τών ποικίλων μορφών με την [[αναγωγή]] σε θ. <i>φληF</i>- της εκτεταμένης βαθμίδας της ρίζας <i>φλεF</i>-, το οποίο εναλλάσσεται με το θ. <i>φλωF</i>- της εκτεταμένης-ετεροιωμένης βαθμίδας. Σύμφωνα με αυτά, ο τ. [[φλέως]] έχει προέλθει από <i>φληFος με</i> σίγηση του ενδοφωνηεντικού <i>F</i> και [[αντιμεταχώρηση]] (<b>πρβλ.</b> [[λεώς]] <span style="color: red;"><</span> [[ληός]] / <i>λᾱός</i>), ο τ. [[φλέος]] από <i>φληFος</i> με [[βράχυνση]] του -<i>η</i>- [[πριν]] από [[φωνήεν]] (<b>πρβλ.</b> <i>ἕως</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ἠώς</i>), <i>ο</i> τ. [[φλοῦς]]—μέσω αμάρτυρου [[φλόος]]— από <i>φλωFος</i> με [[βράχυνση]] του -<i>ω</i>-, ενώ, [[τέλος]], το θ. <i>φλειFο</i>- προήλθε από τ. <i>φληF</i>-<i>yο</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>ἱερηFιον</i> &GT; <i>ἱερήιον</i>&GT; [[ἱερεῖον]]). Η [[άποψη]] αυτή, [[ωστόσο]], παραμένει υποθετική, ενώ δεν μπορεί να αποκλειστεί και η [[περίπτωση]] να πρόκειται για δάνεια λ.].
|mltxt=-ω, ο, ΝΑ, και [[φλέο]], το, Ν, και [[φλέος]], και ιων. τ. φλοῡς, και φλοῡν, τὸ, Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων μονοκότυλων αγρωστωδών [[φυτών]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] υδροχαρούς καλάμου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ονομασία φυτού, αβέβαιης ετυμολ., η οποία απαντά με τις μορφές: [[φλέως]], [[φλοῦς]], [[φλέος]], ενώ και μια [[μορφή]] θ. <i>φλειFο</i>- μαρτυρείται στο [[τοπωνύμιο]] <i>Φλειοῦς</i> (<b>πρβλ.</b> το επίρρ. <i>ΦλειFοντᾱθεν</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ΦλειFο</i>- <i>Fοντ</i>-<i>ᾱθεν</i> [<b>βλ.</b> και -<i>όεις</i> <span style="color: red;"><</span> -<i>εις</i> <span style="color: red;"><</span> [[ρίζα]] -<i>Fεντ</i>-], [[καθώς]] και το μυκηναϊκό [[τοπωνύμιο]] <i>perewote</i>, που αντιστοιχεί σε τ. τοπικής <i>ΦλειFοντει</i> ή <i>ΦληFοντει</i>). Η λ. ανάγεται από πολλούς μελετητές στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>bhle</i>-<i>u</i>- «[[φουσκώνω]], πρήζομαι, ρέω» του ρ. [[φλέω]] «[[είμαι]] [[γεμάτος]] χυμούς, [[είμαι]] [[ανθηρός]]» (<b>βλ. λ.</b> [[φλέω]]), [[άποψη]] η οποία μπορεί να αιτιολογηθεί, από σημασιολογική [[πλευρά]], λόγω της πλούσιας άνθησης του φυτού (<b>πρβλ.</b> το [[ζεύγος]] [[βρύον]]: [[βρύω]]), ενώ, και από μορφολογική [[πλευρά]], διευκολύνει την [[ερμηνεία]] τών ποικίλων μορφών με την [[αναγωγή]] σε θ. <i>φληF</i>- της εκτεταμένης βαθμίδας της ρίζας <i>φλεF</i>-, το οποίο εναλλάσσεται με το θ. <i>φλωF</i>- της εκτεταμένης-ετεροιωμένης βαθμίδας. Σύμφωνα με αυτά, ο τ. [[φλέως]] έχει προέλθει από <i>φληFος με</i> σίγηση του ενδοφωνηεντικού <i>F</i> και [[αντιμεταχώρηση]] (<b>πρβλ.</b> [[λεώς]] <span style="color: red;"><</span> [[ληός]] / <i>λᾱός</i>), ο τ. [[φλέος]] από <i>φληFος</i> με [[βράχυνση]] του -<i>η</i>- [[πριν]] από [[φωνήεν]] (<b>πρβλ.</b> <i>ἕως</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ἠώς</i>), <i>ο</i> τ. [[φλοῦς]]—μέσω αμάρτυρου [[φλόος]]— από <i>φλωFος</i> με [[βράχυνση]] του -<i>ω</i>-, ενώ, [[τέλος]], το θ. <i>φλειFο</i>- προήλθε από τ. <i>φληF</i>-<i>yο</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>ἱερηFιον</i> &GT; <i>ἱερήιον</i>&GT; [[ἱερεῖον]]). Η [[άποψη]] αυτή, [[ωστόσο]], παραμένει υποθετική, ενώ δεν μπορεί να αποκλειστεί και η [[περίπτωση]] να πρόκειται για δάνεια λ.].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φλέως:''' -ω, ὁ, είδος φυτού, [[σπάρτο]] ([[βάτο]]) ή [[καλάμι]], σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 19:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φλέως Medium diacritics: φλέως Low diacritics: φλέως Capitals: ΦΛΕΩΣ
Transliteration A: phléōs Transliteration B: phleōs Transliteration C: fleos Beta Code: fle/ws

English (LSJ)

ω, ὁ,

   A wool-tufted reed, Erianthus Ravennae, Ar.Ra.244 (lyr.), Fr.24, Pherecr.127, Arist.HA627a8, Thphr.HP4.8.1, etc.:—Ion. φλοῦς, acc. φλοῦν, q. v. (11), cf. φλόϊνος.—Thphr. has nom. φλεώς HP4.10.1, acc. φλεώ 4.8.1, but φλεών 4.10.4, gen. φλεώ ibid., al.; gen. φλέως is f.l. in Pherecr. l.c.    II = ἀπόκυνον, Ps.-Dsc.4.80.

German (Pape)

[Seite 1291] ω, ὁ, att. statt des ion. φλόος, φλοῦς, Her. 3, 98, eine Sumpf-, Wasserpflanze, Ar. Ran. 244; Phryn. in B. A. 70; vielleicht arundo ampelodesmon, vgl. Lob. Phryn. 293.

Greek (Liddell-Scott)

φλέως: -ω, ὁ, φυτόν τι παρὰ τὰ ὕδατα φυόμενον, εἶδος ἀνθοῦντος σπάρτου ἢ καλάμου (κατὰ τὸν Spengel Arundo ambelodes-mon), Ἀριστοφ. Βάτρ. 244, Ἀποσπ. 85, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 49, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 8, 1, κλπ.· ― Ἰων. φλοῦς, φλοῦν, ὃ ἴδε (ΙΙ), πρβλ. φλόϊνος. ― Περὶ τῶν τύπων ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύν. 293.

French (Bailly abrégé)

ω (ὁ) :
sorte d’osier ou de jonc aquatique, plante.
Étymologie: DELG pê emprunt.

Greek Monolingual

-ω, ο, ΝΑ, και φλέο, το, Ν, και φλέος, και ιων. τ. φλοῡς, και φλοῡν, τὸ, Α
νεοελλ.
βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων αγρωστωδών φυτών
αρχ.
είδος υδροχαρούς καλάμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ονομασία φυτού, αβέβαιης ετυμολ., η οποία απαντά με τις μορφές: φλέως, φλοῦς, φλέος, ενώ και μια μορφή θ. φλειFο- μαρτυρείται στο τοπωνύμιο Φλειοῦς (πρβλ. το επίρρ. ΦλειFοντᾱθεν < ΦλειFο- Fοντ-ᾱθεν [βλ. και -όεις < -εις < ρίζα -Fεντ-], καθώς και το μυκηναϊκό τοπωνύμιο perewote, που αντιστοιχεί σε τ. τοπικής ΦλειFοντει ή ΦληFοντει). Η λ. ανάγεται από πολλούς μελετητές στην ΙΕ ρίζα bhle-u- «φουσκώνω, πρήζομαι, ρέω» του ρ. φλέω «είμαι γεμάτος χυμούς, είμαι ανθηρός» (βλ. λ. φλέω), άποψη η οποία μπορεί να αιτιολογηθεί, από σημασιολογική πλευρά, λόγω της πλούσιας άνθησης του φυτού (πρβλ. το ζεύγος βρύον: βρύω), ενώ, και από μορφολογική πλευρά, διευκολύνει την ερμηνεία τών ποικίλων μορφών με την αναγωγή σε θ. φληF- της εκτεταμένης βαθμίδας της ρίζας φλεF-, το οποίο εναλλάσσεται με το θ. φλωF- της εκτεταμένης-ετεροιωμένης βαθμίδας. Σύμφωνα με αυτά, ο τ. φλέως έχει προέλθει από φληFος με σίγηση του ενδοφωνηεντικού F και αντιμεταχώρηση (πρβλ. λεώς < ληός / λᾱός), ο τ. φλέος από φληFος με βράχυνση του -η- πριν από φωνήεν (πρβλ. ἕως < ἠώς), ο τ. φλοῦς—μέσω αμάρτυρου φλόος— από φλωFος με βράχυνση του -ω-, ενώ, τέλος, το θ. φλειFο- προήλθε από τ. φληF-yο- (πρβλ. ἱερηFιον > ἱερήιον> ἱερεῖον). Η άποψη αυτή, ωστόσο, παραμένει υποθετική, ενώ δεν μπορεί να αποκλειστεί και η περίπτωση να πρόκειται για δάνεια λ.].

Greek Monotonic

φλέως: -ω, ὁ, είδος φυτού, σπάρτο (βάτο) ή καλάμι, σε Αριστοφ.