Σκύθης: Difference between revisions
ἐν μὲν γὰρ εἰρήνῃ καὶ ἀγαθοῖς πράγμασιν αἵ τε πόλεις καὶ οἱ ἰδιῶται ἀμείνους τὰς γνώμας ἔχουσι διὰ τὸ μὴ ἐς ἀκουσίους ἀνάγκας πίπτειν → in peace and prosperity states and individuals have better sentiments, because they do not find themselves suddenly confronted with imperious necessities
(T22) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=Σκυθου, ὁ, a Scythian, an [[inhabitant]] of [[Scythia]] i. e. [[modern]] Russia: [[Cicero]], in Verr. 2,5, 58 § 150; in Pison. 8,18; Josephus, c. Apion. 2,37, 6; ([[Philo]], [[leg]]. ad Gaium § 2); Lucian, Tox. 5f; Lightfoot on Colossians , the [[passage]] cited; Hackett in B. D. [[under]] the [[word]] Smith's Bible Dictionary, Scythians; Rawlinson's [[Herod]]., Appendix to [[book]] iv., Essays ii. and iii.; Vanicek, Fremdwörter, [[under]] the [[word]].) | |txtha=Σκυθου, ὁ, a Scythian, an [[inhabitant]] of [[Scythia]] i. e. [[modern]] Russia: [[Cicero]], in Verr. 2,5, 58 § 150; in Pison. 8,18; Josephus, c. Apion. 2,37, 6; ([[Philo]], [[leg]]. ad Gaium § 2); Lucian, Tox. 5f; Lightfoot on Colossians , the [[passage]] cited; Hackett in B. D. [[under]] the [[word]] Smith's Bible Dictionary, Scythians; Rawlinson's [[Herod]]., Appendix to [[book]] iv., Essays ii. and iii.; Vanicek, Fremdwörter, [[under]] the [[word]].) | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''Σκύθης:''' [ῠ], -ου, ὁ, κλητ. <i>Σκύθᾰ</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[κάτοικος]] της Σκυθίας ή ο καταγόμενος από τη [[Σκυθία]]· παροιμ., Σκυθῶν [[ἐρημία]], όπως θα λέγαμε εμείς «η [[έρημος]] της Σαχάρας», σε Αριστοφ.· θηλ. <i>Σκύθαινᾰ</i>.<br /><b class="num">2.</b> ως επίθ. <i>ὁ</i> [[Σκυθικός]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> στην Αθήνα, [[αστυνόμος]], [[μέλος]] της πολιτοφυλακής, που κατά κανόνα αποτελείτο από [[Σκύθες]] σκλάβους, σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:32, 30 December 2018
English (LSJ)
ου, ὁ: voc.
A Σκύθᾰ Thgn.829, Ar.Th.1112, etc.:—Scythian, first in Hes. Fr.55: prov., Σκυθῶν ἐρημία, of a desert, Ar.Ach.704: metaph., rude, rough person, ἐν λόγοις Σ. Plu.2.847f, cf. Men.533.13. 2 Adj. Scythian, Σ. ἐς οἷμον A.Pr.2; Σ. ὅμιλος ib.417 (lyr.); σίδηρος Id.Th. 818 (cf. Χάλυψ) ; κύανος Thphr.Lap.55. II at Athens, one of the city police, which was mainly composed of Scythian slaves, Ar.Th. 1018,1026, Lys.451; cf. τοξότης 111. 2 = ἱπποτοξότης, Ael. Tact.2.13.
Greek (Liddell-Scott)
Σκύθης: [ῠ], -ου, ὁ· κλητ. Σκύθᾰ Θεόγν. 829, Ἀριστοφ. Θεσμ. 1112, κτλ.· - κάτοικος τῆς Σκυθικῆς, πρῶτον παρ’ Ἡσ. ἐν. Ἀποσπ, 17· παροιμ., Σκυθῶν ἐρημία, ὡς θὰ ἐλέγομεν σήμερον «Ἀφρικανὴ ἐρημία», Ἀριστοφ. Ἀχ. 704, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 2· - μεταφορ., ἄνθρωπος ἄξεστος καὶ τραχύς, ἐν λόγοις Σκύθ. Πλούτ. 2. 847F· πρβλ. Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 4. 13. 2) ὡς ἐπίθετον, Σκυθικός, Σκ. ὅμιλος Αἰσχύλ. Πρ. 417· σίδηρος ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 817 (πρβλ. Χάληψ)· κύανος Θεοφρ. Ἀποσπ. 2. 55. ΙΙ ἐν Ἀθήναις, ἀστυνομικὸς ὑπηρέτης ἢ κλητήρ· διότι οἱ τοιοῦτοι κατὰ τὸ πλεῖστον ἦσαν Σκύθαι δοῦλοι, Ἀριστοφ. Θεσμ. 1017, 1026, Λυσ. 451· πρβλ. τοξότης ΙΙΙ. - Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογ. τ. Α΄, σ, 357 κἑξ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 Scythe, οἱ Σκύθαι les Scythes, n. commun à tous les peuples du NE de l’Europe et du N de l’Asie ; p. ext. homme inculte, grossier, brutal ; à Athènes garde de police (ce corps étant surtout composé de Scythes);
2 de Scythe, des Scythes.
Étymologie:.
English (Strong)
probably of foreign origin; a Scythene or Scythian, i.e. (by implication) a savage: Scythian.
English (Thayer)
Σκυθου, ὁ, a Scythian, an inhabitant of Scythia i. e. modern Russia: Cicero, in Verr. 2,5, 58 § 150; in Pison. 8,18; Josephus, c. Apion. 2,37, 6; (Philo, leg. ad Gaium § 2); Lucian, Tox. 5f; Lightfoot on Colossians , the passage cited; Hackett in B. D. under the word Smith's Bible Dictionary, Scythians; Rawlinson's Herod., Appendix to book iv., Essays ii. and iii.; Vanicek, Fremdwörter, under the word.)
Greek Monotonic
Σκύθης: [ῠ], -ου, ὁ, κλητ. Σκύθᾰ·
I. 1. κάτοικος της Σκυθίας ή ο καταγόμενος από τη Σκυθία· παροιμ., Σκυθῶν ἐρημία, όπως θα λέγαμε εμείς «η έρημος της Σαχάρας», σε Αριστοφ.· θηλ. Σκύθαινᾰ.
2. ως επίθ. ὁ Σκυθικός, σε Αισχύλ.
II. στην Αθήνα, αστυνόμος, μέλος της πολιτοφυλακής, που κατά κανόνα αποτελείτο από Σκύθες σκλάβους, σε Αριστοφ.