πολίζω: Difference between revisions
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
(33) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΜΑ [[πόλις]]<br />[[κάνω]] έναν [[τόπο]] [[πόλη]], [[οικίζω]] («τὴν ἔρημον ἐπόλισας τρόποις ἐν φιλοσόφοις», Μηναί.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ιδρύω]] [[πόλη]]<br /><b>2.</b> (γενικά) [[χτίζω]], [[ανεγείρω]] («τὸ [τεῑχος] ἐγὼ καὶ Φοῖβος [[Ἀπόλλων]] ἥρῳ Λαομέδοντι πολίσσαμεν ἀθλήσαντε», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>πολίζομαι</i><br />[[οικοδομώ]] για δική μου [[ωφέλεια]]. | |mltxt=ΜΑ [[πόλις]]<br />[[κάνω]] έναν [[τόπο]] [[πόλη]], [[οικίζω]] («τὴν ἔρημον ἐπόλισας τρόποις ἐν φιλοσόφοις», Μηναί.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ιδρύω]] [[πόλη]]<br /><b>2.</b> (γενικά) [[χτίζω]], [[ανεγείρω]] («τὸ [τεῑχος] ἐγὼ καὶ Φοῖβος [[Ἀπόλλων]] ἥρῳ Λαομέδοντι πολίσσαμεν ἀθλήσαντε», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>πολίζομαι</i><br />[[οικοδομώ]] για δική μου [[ωφέλεια]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πολίζω:''' Επικ. αόρ. αʹ <i>πόλισσα</i>, ([[πόλις]])·<br /><b class="num">I.</b> [[ιδρύω]] πόλη, [[χτίζω]], σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., [[Ἴλιος]] πεπόλιστο (Επικ. γʹ ενικ. υπερσ.), στον ίδ.· ομοίως σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[χωρίον]] πολίζειν, [[ιδρύω]] [[αποικία]] σε μια [[χώρα]] χτίζοντας πόλη, [[οικίζω]], σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:56, 30 December 2018
English (LSJ)
Ep. aor.
A ἐπόλισσα A.R.1.178, πόλισσα Il.7.453: (πόλις):— build a city: generally, build, [τεῖχος] πολίσσαμεν Il. l.c.; ἣν ἐπόλισσεν (sc. τὴν πάτρην) Epigr.Gr.982 (Philae):—Pass., Ἴλιος πεπόλιστο Il. 20.217; Δωδώνη πεπόλισται Hes.Fr.134.5, cf. Hdt.4.108, 5.52, al.; ἐφ' ἁμαξῶν πεπολισμένοι Philostr. VA6.25:—Med., build for oneself, A.R.1.1346; τὴν Ῥώμην σὺν τοῖς ἄλλοις ἐπολίσαντο D.H.1.30. II build a city or cities on or in a place, χωρίον πολίζειν X.An.6.6.4; τὴν χώραν Str.8.5.4; τὸν τόπον Plu.Rom.9:—Pass., εἴη ἡ Παιονίη ἐπὶ τῷ Στρυμόνι ποταμῷ πεπολισμένη Hdt.5.13.—Ep., Ion., X., and later Prose.
German (Pape)
[Seite 655] eine Stadt bauen, gründen; Ἴλιος πεπόλιστο, Il. 20, 217; auch τεῖχος πολίσσαμεν, 7, 453; Her. 4, 108. 5, 13. 52 u. öfter. – Auch χωρίον πολίζειν, eine Gegend durch Gründung einer Stadt anbauen, Xen. An. 6, 4, 4; τόπον, Plut. Rom. 9; med., D. Hal. 1, 45.
Greek (Liddell-Scott)
πολίζω: Ἐπικ. ἀόρ. πόλισσα· (πόλις)· ― οἰκοδομῶ, κτίζω, τειχίζω, ἱδρύω, οἰκίζω, συνοικίζω πόλιν, τεῖχος πολίσσαμεν Ἰλ. Ζ. 453· ἣν ἐπόλισσεν· (δηλ. τὴν πόλιν) Συλλ. Ἐπιγρ. 4925. ― Παθ., Ἴλιος πεπόλιστο Ἰλ. Υ. 217· ― Δωδώνη πεπόλισται Ἡσ. Ἀποσπ. 39. 5· οὕτως Ἡρόδ. 4. 108., 5. 13, 52, κ. ἀλλ.· ἐφ’ ἁμαξῶν πεπολισμένοι Φιλόστ. 265· ― Μέσ., οἰκοδομῶ δι’ ἐμαυτόν, τὴν Ῥώμην σὺν τοῖς ἄλλοις ἐπολίσαντο Διοδ. Ἱστ. 1. 30. ΙΙ. χωρίον πολίζειν, εἰς χώραν τινὰ ἱδρύω ἀποικίαν κτίζων πόλιν, Ξεν. Ἀν. 6, 4, 4· τὴν χώραν Στράβ. 364· τὸν τόπον Πλουτ. Ρωμ. 9. ― Φαίνεται ὅτι κυρίως ἦτο Ἰων. ῥῆμα.
French (Bailly abrégé)
bâtir ou fonder une ville ; avec l’acc., couvrir de constructions.
Étymologie: πόλις.
English (Autenrieth)
(πόλις), aor. πολίσσαμεν, pass. plup. πεπόλιστο: found a city, build, Il. 7.453 and Il. 20.217.
Greek Monolingual
ΜΑ πόλις
κάνω έναν τόπο πόλη, οικίζω («τὴν ἔρημον ἐπόλισας τρόποις ἐν φιλοσόφοις», Μηναί.)
αρχ.
1. ιδρύω πόλη
2. (γενικά) χτίζω, ανεγείρω («τὸ [τεῑχος] ἐγὼ καὶ Φοῖβος Ἀπόλλων ἥρῳ Λαομέδοντι πολίσσαμεν ἀθλήσαντε», Ομ. Ιλ.)
3. μέσ. πολίζομαι
οικοδομώ για δική μου ωφέλεια.
Greek Monotonic
πολίζω: Επικ. αόρ. αʹ πόλισσα, (πόλις)·
I. ιδρύω πόλη, χτίζω, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., Ἴλιος πεπόλιστο (Επικ. γʹ ενικ. υπερσ.), στον ίδ.· ομοίως σε Ηρόδ.
II. χωρίον πολίζειν, ιδρύω αποικία σε μια χώρα χτίζοντας πόλη, οικίζω, σε Ξεν.