παρατεκταίνομαι: Difference between revisions
ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her
(Autenrieth) |
(5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=aor. opt. παρατεκτηναίμην: [[alter]] in [[building]], [[make]] [[over]], Il. 14.54 ; [[ἔπος]], [[invent]], ‘[[fix]] up a [[story]],’ Od. 14.131. | |auten=aor. opt. παρατεκτηναίμην: [[alter]] in [[building]], [[make]] [[over]], Il. 14.54 ; [[ἔπος]], [[invent]], ‘[[fix]] up a [[story]],’ Od. 14.131. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''παρατεκταίνομαι:''' Επικ. αόρ. αʹ <i>-ετεκτηνάμην</i> — Μέσ.,<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για [[ξύλο]], [[μεταβάλλω]] σε [[άλλη]] [[μορφή]], [[έπειτα]] γενικά [[μεταμορφώνω]], [[αλλάζω]], οὐδέκεν [[ἄλλως]] [[Ζεὺς]] παρατεκτήναιτο, [[ούτε]] ο [[ίδιος]] ο Δίας μπορεί να κάνει [[αλλιώς]], σε Ομήρ. Ιλ.· αἶψά κε [[ἔπος]] παρατεκτήναιο, [[σύντομα]] θα μπορέσεις να φτιάξεις κάποια [[ιστορία]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., [[χτίζω]] [[άλλη]] [[ιστορία]] πιο πέρα ή [[επιπλέον]], σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:04, 30 December 2018
English (LSJ)
Med., prop. of timber,
A work into another form : then, generally, transform, alter, οὐδέ κεν ἄλλως Ζεὺς παρατεκτήναιτο not even he could make them any way else, Il. 14.54 ; αἶψά κε . . ἔπος παρατεκτήναιο could disguise, falsify it, Od. 14.131. II. later in Act., build besides, οἰκίαν Plu.Pomp.40.
Greek (Liddell-Scott)
παρατεκταίνομαι: μέσ., κυρίως ἐπὶ ξύλου, μετασχηματίζω εἰς ἄλλο σχῆμα ἢ μορφήν· ἀκολούθως καθόλου, μεταβάλλω, ἀλλοιῶ, οὐδέ κεν ἄλλως Ζεὺς παρατεκτήναιτο, οὐδ’ αὐτὸς ὁ Ζεὺς θὰ ἠδύνατο νὰ τὸ κάμῃ κατ’ ἄλλον τινὰ τρόπον (τὸ ἄλλως εἶναι σχεδὸν πλεοναστ.), Ἰλ. Ξ. 54· αἶψά κε καὶ σύ, γεραιέ, ἔπος παρατεκτήναιο, «παρατεχνήσαις, παρὰ τὴν ἀλήθειαν κατασκευάσειας» (Σχόλ.), Ὀδ. Ξ. 131. ΙΙ. παρὰ μεταγενεστ., μετ’ ἐνεργ. σημασίας, οἰκοδομῶ προσέτι, κατασκευάζω, παρετεκτήνατο λαμπροτέραν οἰκίαν ἐκείνης (δηλ. ἧς πρότερον ᾤκει) Πλουτ. Πομπ. 40.
English (Autenrieth)
aor. opt. παρατεκτηναίμην: alter in building, make over, Il. 14.54 ; ἔπος, invent, ‘fix up a story,’ Od. 14.131.
Greek Monotonic
παρατεκταίνομαι: Επικ. αόρ. αʹ -ετεκτηνάμην — Μέσ.,
I. λέγεται για ξύλο, μεταβάλλω σε άλλη μορφή, έπειτα γενικά μεταμορφώνω, αλλάζω, οὐδέκεν ἄλλως Ζεὺς παρατεκτήναιτο, ούτε ο ίδιος ο Δίας μπορεί να κάνει αλλιώς, σε Ομήρ. Ιλ.· αἶψά κε ἔπος παρατεκτήναιο, σύντομα θα μπορέσεις να φτιάξεις κάποια ιστορία, σε Ομήρ. Οδ.
II. Ενεργ., χτίζω άλλη ιστορία πιο πέρα ή επιπλέον, σε Πλούτ.