ἀπάγχω: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἀθεεὶ ὅδ᾽ ἀνὴρ Ὀδυσήϊον ἐς δόμον ἵκει → this man does not come to the Odyssean palace without the will of the gods

Source
(5)
(3)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀπάγχω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[στραγγαλίζω]], [[πνίγω]]<br /><b>2.</b> (-ομαι) [[αυτοκτονώ]] με απαγχονισμό.
|mltxt=[[ἀπάγχω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[στραγγαλίζω]], [[πνίγω]]<br /><b>2.</b> (-ομαι) [[αυτοκτονώ]] με απαγχονισμό.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀπάγχω:''' μέλ. <i>-άγξω</i>, [[στραγγαλίζω]], [[πνίγω]], σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ.· πνίγομαι από την [[οργή]] μου, σε Αριστοφ. — Μέσ. και Παθ., [[απαγχονίζω]] τον εαυτό μου, οδηγούμαι στην [[αγχόνη]], απαγχονίζομαι, σε Ηρόδ., Αττ.· είμαι [[έτοιμος]] να κρεμαστώ, σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 20:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπάγχω Medium diacritics: ἀπάγχω Low diacritics: απάγχω Capitals: ΑΠΑΓΧΩ
Transliteration A: apánchō Transliteration B: apanchō Transliteration C: apagcho Beta Code: a)pa/gxw

English (LSJ)

   A strangle, throttle, ὁ μὲν λάε νεβρὸν ἀπάγχων Od.19.230; γαλῆν ἀ. Ar.Pax795, cf. Plu.Mar.27, Luc.Lex.11; ὃ μάλιστά μ' ἀπάγχει chokes me with anger, Ar.V.686:—Med., aor. ἀπηγξάμην, and Pass., hang oneself, to be hanged, Archil.67, Hdt.2.131, Hp.Aph.2.43, A.Supp.465, And.1.125, Philem.130, etc.; ἐκ δένδρων Th.3.81; ὥστε μ' ἀπάγχεσθ' am ready to choke, Ar.Nu.988; ἀπάγξασθαι ῥηγνύμενος Arr.Epict.2.20.31.

German (Pape)

[Seite 274] erdrosseln, Od. 19, 230; übh. quälen, ὃ μάλιστα μ' ἀπάγχει Ar. Vesp. 686. – Med., sich erhenken, Ar. Nub. 975; Andoc. 1, 125; Xen. Cyr. 3, 1, 25 u. A.; ἀπάγξασθαι Her. 7, 232; ἀπαγξαίμην Ar. Nub. 776; ἐκ τῶν δένδρων, an den Bäumen, Thuc. 3, 81, wie Aesch. Suppl. 460.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπάγχω: μέλλ. -άγξω, στραγγαλίζω, πνίγω, ὁ μὲν λάε νεβρὸν ἀπάγχων Ὀδ. Τ. 230· γαλῆν ἀπ. Ἀριστοφ. Εἰρ. 796, πρβλ. Πλουτ. Μάρ. 27, Λουκ. Λεξιφ. 11· ὅ μάλιστά μ’ ἀπάγχει, μὲ πνίγει, μὲ κάμνει νὰ σκάνω, Ἀριστοφ. Σφ. 686: ― Μέσ. καὶ παθ., ἀπαγχονίζω ἐμαυτόν, ἀπαγχονίζομαι, Ἀρχίλ. 61. Ἡρόδ. 2. 131, Ἱππ. Ἀφ. 1246, Aἰσχύλ. Ἱκ. 465, Ἀνδοκ. 16. 28· ἐκ δένδρων Θουκ. 3. 81· ὥστε μ’ ἀπάγχεσθ’, ἤμην ἕτοιμος νὰ κρεμασθῶ, Ἀριστοφ. Νεφ. 988· ἀπάγξασθαι ῥηγνύμενος Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 20, 31.

French (Bailly abrégé)

ao. ἀπῆγξα;
étrangler, étouffer;
Moy. ἀπάγχομαι (ao. ἀπηγξάμην) se pendre.
Étymologie: ἀπό, ἄγχω.

English (Autenrieth)

throttle, part., Od. 19.230†.

Spanish (DGE)

1 estrangular, ahogar, ahorcar νεβρόν Od.19.230, γαλῆν Ar.Pax 795, σφᾶς αὐτοὺς καὶ τὰ τέκνα Plb.16.34.9, τὰ νήπια τῶν τέκνων Plu.Mar.27, ἑαυτόν Luc.Lex.11, en v. pas., Hp.Aph.2.43
en v. med. ahorcarse ἄξιον Ἐφεσίοις ... ἀπάγξασθαι Heraclit.B 121, ἡ παῖς ἀπήγξατο ὑπὸ ἄχεος Hdt.2.131, ἐκ τῶν δένδρων τινὲς ἀπήγχοντο Th.3.81, οὐκ ἀπάγξομαι τάχυ; ¿no me colgaré enseguida? Men.Sam.91, cf. A.Supp.465, And.Myst.125, Philem.130, Arist.Pr.955a8, Phld.Mort.38.37, Plu.2.10c, Artem.2.50, Arr.Epict.2.20.31, LXX 2Re.17.23, To.3.10.
2 sofocar, irritar ὃ μάλιστα μ' ἀπάγχει Ar.V.686
en v. med. angustiarse ὥστε μ' ἀπάγχεσθαι Ar.Nu.988
fig. maltratar en v. pas. σὺ γὰρ δὴ παρὰ φίλων ἀπάγχεαι Archil.211.8.
3 v. Ἀπαγχομένη y Ἀπαγχόμενος.

English (Thayer)

(cf. Latin angustus, anxius, English anguish, etc.; Curtius, § 166): 1st aorist middle ἀπηγξαμην; to throttle, strangle, in order to put out of the way (ἀπό away, cf. ἀποκτείνω to kill off), Homer, Odyssey 19,230; middle to hang oneself, to end one's life by hanging: Aeschylus down.)

Greek Monolingual

ἀπάγχω (Α)
1. στραγγαλίζω, πνίγω
2. (-ομαι) αυτοκτονώ με απαγχονισμό.

Greek Monotonic

ἀπάγχω: μέλ. -άγξω, στραγγαλίζω, πνίγω, σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ.· πνίγομαι από την οργή μου, σε Αριστοφ. — Μέσ. και Παθ., απαγχονίζω τον εαυτό μου, οδηγούμαι στην αγχόνη, απαγχονίζομαι, σε Ηρόδ., Αττ.· είμαι έτοιμος να κρεμαστώ, σε Αριστοφ.