ἐπισυνάπτω: Difference between revisions
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
(14) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[ἐπισυνάπτω]]) [[συνάπτω]]<br />[[προσθέτω]], [[συνάπτω]] σε [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[συνδέω]], [[προσαρτώ]] (και [[συνήθως]] [[κλείνω]] στον ίδιο [[φάκελο]]) [[έγγραφο]], [[επιταγή]], [[σημείωμα]], [[σχέδιο]] κ.λπ. σε [[επιστολή]], [[αίτηση]] ή διαβιβαστικό [[έγγραφο]]<br /><b>2.</b> [[υποβάλλω]] [[πιστοποιητικό]], [[έγγραφο]] κ.λπ. συνημμένο σε [[αίτηση]], [[επιστολή]] κ.λπ.<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[συνάπτω]] [[μάχη]], [[συγκρούομαι]]<br /><b>2.</b> [[ακολουθώ]] [[αμέσως]], [[κατόπιν]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κρεμώ]] [[κάτι]] από [[κάτι]]. | |mltxt=(AM [[ἐπισυνάπτω]]) [[συνάπτω]]<br />[[προσθέτω]], [[συνάπτω]] σε [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[συνδέω]], [[προσαρτώ]] (και [[συνήθως]] [[κλείνω]] στον ίδιο [[φάκελο]]) [[έγγραφο]], [[επιταγή]], [[σημείωμα]], [[σχέδιο]] κ.λπ. σε [[επιστολή]], [[αίτηση]] ή διαβιβαστικό [[έγγραφο]]<br /><b>2.</b> [[υποβάλλω]] [[πιστοποιητικό]], [[έγγραφο]] κ.λπ. συνημμένο σε [[αίτηση]], [[επιστολή]] κ.λπ.<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[συνάπτω]] [[μάχη]], [[συγκρούομαι]]<br /><b>2.</b> [[ακολουθώ]] [[αμέσως]], [[κατόπιν]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κρεμώ]] [[κάτι]] από [[κάτι]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπισυνάπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[αναζωπυρώνω]] τον πόλεμο, σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:36, 30 December 2018
English (LSJ)
A join on, subjoin, attach, τί τινι Hp.Art.71, Plb. 3.2.8, Phld.Vit.p.43 J., cf. D.H.1.87, etc. ; add, περί τινος S.E.M.1.120:—Pass., [λέξεις]A.D.Synt.6.28. 2 = συνάπτειν, μάχην τινί D.S. 14.94. 3 c. dat., assist, promote, τῷ τάχει Ph.Bel.69.8. II Med., link oneself with, τινί Eustr.in EN6.18.
German (Pape)
[Seite 987] noch daran fügen, damit verbinden, hinzusetzen, Pol. 3, 2, 8; ἐπισυναπτέον, S. Emp. adv. phys. 2, 20; μάχην τινί, Jemandem eine Schlacht liefern, D. Sic. 14, 94; πόλεμον, Krieg veranlassen, Plut. Cam. 18.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισυνάπτω: ὡς καὶ νῦν, συνάπτω, προσαρτῶ τι εἴς τι, οἷς ἐπισυνάψομεν τὰς περὶ τὴν Αἴγυπτον ταραχὰς Πολύβ. 3. 2, 8· κάμνω τι νὰ ἐξαρτᾶται, τι ἀπό τινος Διον. Ἁλ. 1. 87· προσθέτω, τι περί τινος Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 120. 2) = συνάπτω, ἐπισυνάπτειν μάχην τινὶ Διόδ. 14. 94, πρβλ. Πλουτ. Κάμιλλ. 18. ΙΙ. συνορεύω, ἔρχομαι ἀμέσως κατόπιν, Φωτ. Βιβλ. 458. 30.
French (Bailly abrégé)
joindre avec, adapter à ; fig. rattacher à.
Étymologie: ἐπί, συνάπτω.
Greek Monolingual
(AM ἐπισυνάπτω) συνάπτω
προσθέτω, συνάπτω σε κάτι
νεοελλ.
1. συνδέω, προσαρτώ (και συνήθως κλείνω στον ίδιο φάκελο) έγγραφο, επιταγή, σημείωμα, σχέδιο κ.λπ. σε επιστολή, αίτηση ή διαβιβαστικό έγγραφο
2. υποβάλλω πιστοποιητικό, έγγραφο κ.λπ. συνημμένο σε αίτηση, επιστολή κ.λπ.
αρχ.-μσν.
1. συνάπτω μάχη, συγκρούομαι
2. ακολουθώ αμέσως, κατόπιν
αρχ.
κρεμώ κάτι από κάτι.
Greek Monotonic
ἐπισυνάπτω: μέλ. -ψω, αναζωπυρώνω τον πόλεμο, σε Πλούτ.