δάκος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?

Source
(8)
(3)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο (Α [[δάκος]], το)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γένος]] δίπτερων εντόμων, κοινώς [[μύγα]] της [[ελιάς]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ζώο του οποίου το [[δάγκωμα]] [[είναι]] επικίνδυνο<br /><b>2.</b> [[δάγκωμα]], [[κέντημα]]<br /><b>3.</b> [[κήτος]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «Ἀργεῑον [[δάκος]]» — ο [[δούρειος]] [[ίππος]]<br />6) «[[δάκος]] θηρῶν» ή «θήρειον [[δάκος]]» — άγριο, σαρκοβόρο [[θηρίο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το αρχ. [[δάκος]], <i>το</i> <span style="color: red;"><</span> (<i>β</i>.) <i>δακ</i> του <i>δακείν</i>, απαρμφ. αορίστου του [[δάκνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>αυτοδακής</i>, [[θυμοδακής]], [[λαιμοδακής]], [[σαρκοδακής]], [[σηψιδακής]], [[ωμοδακής]]].———————— <b>(II)</b><br />το<br /><b>βλ.</b> [[δάκος]], ο.
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο (Α [[δάκος]], το)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γένος]] δίπτερων εντόμων, κοινώς [[μύγα]] της [[ελιάς]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ζώο του οποίου το [[δάγκωμα]] [[είναι]] επικίνδυνο<br /><b>2.</b> [[δάγκωμα]], [[κέντημα]]<br /><b>3.</b> [[κήτος]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «Ἀργεῑον [[δάκος]]» — ο [[δούρειος]] [[ίππος]]<br />6) «[[δάκος]] θηρῶν» ή «θήρειον [[δάκος]]» — άγριο, σαρκοβόρο [[θηρίο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το αρχ. [[δάκος]], <i>το</i> <span style="color: red;"><</span> (<i>β</i>.) <i>δακ</i> του <i>δακείν</i>, απαρμφ. αορίστου του [[δάκνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>αυτοδακής</i>, [[θυμοδακής]], [[λαιμοδακής]], [[σαρκοδακής]], [[σηψιδακής]], [[ωμοδακής]]].———————— <b>(II)</b><br />το<br /><b>βλ.</b> [[δάκος]], ο.
}}
{{lsm
|lsmtext='''δάκος:''' -εος, τό ([[δάκνω]]), ζώο του οποίου το [[δάγκωμα]] είναι επικίνδυνο, δηλητηριώδες [[θηρίο]], σε Αισχύλ.· <i>δάκη θηρῶν</i>, σαρκοβόρα, πεινασμένα θηρία, σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 22:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δάκος Medium diacritics: δάκος Low diacritics: δάκος Capitals: ΔΑΚΟΣ
Transliteration A: dákos Transliteration B: dakos Transliteration C: dakos Beta Code: da/kos

English (LSJ)

[ᾰ], εος, τό, (δάκνω)

   A animal of which the bite is dangerous, noxious beast, A.Pr.583 (lyr.), Th.558; Ἀργεῖον δ., of the Trojan horse, Id.Ag.824; δάκη θηρῶν rauenous beasts, E.Hipp.646; θήρειον δ. Id.Cyc.325; generally, β. δάκος, of a whale, Opp.H.5.333.    II bite, sting, δ. κακαγοριᾶν Pi.P.2.53, cf. Opp.H.2.454, 5.30.

German (Pape)

[Seite 519] τό, 1) ein durch giftigen Biß od. Stich gefährliches Thier, Nic. Th. 335. So nennt Aesch. Ag. 798 das hölzerne Pferd, womit Troja eingenommen wurde. – 2) Biß, κακαγοριᾶν Pind. P. 2, 53; θηρῶν Eur. Hipp. 646; Opp. H. 2, 454.

Greek (Liddell-Scott)

δάκος: -εος, τό, (√ΔΑΚ, δάκνω), ζῷον, οὗ τὸ δῆγμα ἐπικίνδυνον· ζῷον βλαβερόν, ὡς τὸ δακετόν, Αἰσχύλ Πρ. 583, Θήβ. 558· Ἀργεῖον δ., ἐπὶ τοῦ δουρείου ἵππου, ὁ αὐτ. Ἀγ. 824· δάκη θηρῶν, σαρκοβόρα ζῷα, Εὐρ. Ἱππ. 646· θήρειον δ. ὁ αὐτ. Κύκλ. 324. ΙΙ. = δῆγμα, δάγκαμα, δ. κακαγοριᾶν Πίνδ. Π. 2. 97, ἔνθα ὅμως ἕτεροι ἀναγινώσκουσι κακαγορίαν· ἀλλὰ πρβλ. Ὀππ. Ἁλ. 2. 454., 5. 30.

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
animal qui mord, bête dangereuse.
Étymologie: R. Δακ, v. δάκνω.

English (Slater)

δᾰκος
   1 bite, sting met. ἐμὲ δὲ χρεὼν φεύγειν δάκος ἀδινὸν κακαγοριᾶν (P. 2.53)

Spanish (DGE)

-εος, τό

• Prosodia: [-ᾰ-]
zool.
1 animal de mordedura peligrosa esp. en mit. monstruo ποντίοις δάκεσι δὸς βοράν dame como presa a los monstruos marinos A.Pr.583, ἄπτερον A.Fr.451p17, θηρὸς ἐχθίστου δ. de la esfinge, A.Th.558, Ἀργεῖον del caballo de Troya, A.A.824, δ. ἤ τι πέλωρον θηρίον ἀγρεύσω Call.Dian.84, τοῦ τυφλωθέντος δάκους de Polifemo, Lyc.765
de anim. reales λύγκα, δύστοκον δ. E.Fr.863, βλοσυρὸν δ. Ἀμφιτρίτης de una ballena, Opp.H.5.333, ἀσπίδα ... ἀμυδρότατον δ. ἄλλων Nic.Th.158, cf. 282, 336, Hsch.
gener. fiera, animal salvaje ἄφθογγα ... δάκη θηρῶν E.Hipp.646, ἤ τι θήρειον δ. δαινύμενος E.Cyc.325, fig. δουλεύειν ... παρανόμῳ δάκει servir a una fiera sin ley, e.e., a Odiseo, E.Tr.284, cf. S.Fr.33a.
2 mordedura, picadura οὐ ... ἀβληχρὸν ἔχει δ. ... πούλυπος ... ἢ σηπίη Opp.H.2.454, πορδαλίων ... ὀλοὸν δ. Opp.H.5.30
fig. δ. ἀδινὸν κακαγοριᾶν violenta mordedura de la maledicencia Pi.P.2.53.
3 ict., cierto pez, Gp.20.7.1.

• Etimología: De *dn̥kos ‘mordedura’, cf. δάκνω.

Greek Monolingual

(I)
ο (Α δάκος, το)
νεοελλ.
γένος δίπτερων εντόμων, κοινώς μύγα της ελιάς
αρχ.
1. ζώο του οποίου το δάγκωμα είναι επικίνδυνο
2. δάγκωμα, κέντημα
3. κήτος
4. φρ. α) «Ἀργεῑον δάκος» — ο δούρειος ίππος
6) «δάκος θηρῶν» ή «θήρειον δάκος» — άγριο, σαρκοβόρο θηρίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. δάκος, το < (β.) δακ του δακείν, απαρμφ. αορίστου του δάκνω.
ΣΥΝΘ. αρχ. αυτοδακής, θυμοδακής, λαιμοδακής, σαρκοδακής, σηψιδακής, ωμοδακής].———————— (II)
το
βλ. δάκος, ο.

Greek Monotonic

δάκος: -εος, τό (δάκνω), ζώο του οποίου το δάγκωμα είναι επικίνδυνο, δηλητηριώδες θηρίο, σε Αισχύλ.· δάκη θηρῶν, σαρκοβόρα, πεινασμένα θηρία, σε Ευρ.