ἐπιρρήσσω: Difference between revisions

From LSJ

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354
(13)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἐπιρρήσω ιων. και επικ. τ. [[αντί]] [[ἐπιρράσσω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[τραβώ]] με τη βία και [[κλείνω]] («θύρην δ’ ἔχε μοῡνος [[ἐπιβλής]] [[εἰλάτινος]], τὸν τρεῑς μὲν ἐπιρρήσσεσκον..., [[τρεῖς]] δ’ ἀναοίγεσκον μεγάλην κληῑδα θυράων», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για άνεμο) <b>(αμτβ.)</b> [[ορμώ]] βίαια, [[ξεσπώ]]<br /><b>3.</b> (για άνεμο) (με αιτ.) [[εφορμώ]] [[εναντίον]], [[παρασύρω]] ορμητικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επικ. και ιων. τ. [[αντί]] [[επιρράσσω]] <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ράσσω]] «[[χτυπώ]], [[καταβάλλω]]»].
|mltxt=ἐπιρρήσω ιων. και επικ. τ. [[αντί]] [[ἐπιρράσσω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[τραβώ]] με τη βία και [[κλείνω]] («θύρην δ’ ἔχε μοῡνος [[ἐπιβλής]] [[εἰλάτινος]], τὸν τρεῑς μὲν ἐπιρρήσσεσκον..., [[τρεῖς]] δ’ ἀναοίγεσκον μεγάλην κληῑδα θυράων», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για άνεμο) <b>(αμτβ.)</b> [[ορμώ]] βίαια, [[ξεσπώ]]<br /><b>3.</b> (για άνεμο) (με αιτ.) [[εφορμώ]] [[εναντίον]], [[παρασύρω]] ορμητικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επικ. και ιων. τ. [[αντί]] [[επιρράσσω]] <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ράσσω]] «[[χτυπώ]], [[καταβάλλω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιρρήσσω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, Επικ. παρατ. <i>-ρήσσεσκον</i>, Ιων. αντί [[ἐπιρράσσω]]· [[σπρώχνω]] με [[δύναμη]], [[κλείνω]] βίαια, <i>θύρην</i>, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}

Revision as of 22:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιρρήσσω Medium diacritics: ἐπιρρήσσω Low diacritics: επιρρήσσω Capitals: ΕΠΙΡΡΗΣΣΩ
Transliteration A: epirrḗssō Transliteration B: epirrēssō Transliteration C: epirrisso Beta Code: e)pirrh/ssw

English (LSJ)

   A v. ἐπιρράσσω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιρρήσσω: Ἐπ. καὶ Ἰων. ἀντὶ ἐπιρράσσω, σύρω, σπρώχνω τι ἐπί τινος μετὰ δυνάμεως, περὶ μοχλοῦ ἢ ὀχέως, «σύρτου», ὃν μετεχειρίζοντο ὅπως κλειδώσωσι θύραν, θύρην δ’ ἔχε... ἐπιβλής..., τὸν τρεῖς μἐν ἐπιρρήσσεσκον Ἀχαιοί, τρεῖς δ’ ἀναοίγεσκον Ἰλ. Ω. 454, πρβλ. 456 καὶ ἴδε ἐπιρράσσω. 2) παρασύρω βιαίως, μεθ’ ὁρμῆς, ἐπὶ ἀνέμου, οἵ μιν ἐπιρρήσσουσιν Ὀππ. Ἁλ. 1. 634: - καὶ ἀμεταβ., ἐκρήγνυμαι, ἐπὶ ἀνέμου, Ἄρατ. 292.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et ao. itér;
1 frapper violemment sur, acc. ; repousser avec force, pousser pour fermer;
2 déchirer (un vêtement) acc..
Étymologie: ἐπί, *ῥήσσω, c. ῥήγνυμι.

English (Autenrieth)

only ipf. iter. ἐπιρρήσσεσκον, drove to, pushed home, Il. 24.454, 456. (Il.)

Greek Monolingual

ἐπιρρήσω ιων. και επικ. τ. αντί ἐπιρράσσω (Α)
1. τραβώ με τη βία και κλείνω («θύρην δ’ ἔχε μοῡνος ἐπιβλής εἰλάτινος, τὸν τρεῑς μὲν ἐπιρρήσσεσκον..., τρεῖς δ’ ἀναοίγεσκον μεγάλην κληῑδα θυράων», Ομ. Ιλ.)
2. (για άνεμο) (αμτβ.) ορμώ βίαια, ξεσπώ
3. (για άνεμο) (με αιτ.) εφορμώ εναντίον, παρασύρω ορμητικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επικ. και ιων. τ. αντί επιρράσσω < επί + ράσσω «χτυπώ, καταβάλλω»].

Greek Monotonic

ἐπιρρήσσω: μέλ. -ξω, Επικ. παρατ. -ρήσσεσκον, Ιων. αντί ἐπιρράσσω· σπρώχνω με δύναμη, κλείνω βίαια, θύρην, σε Ομήρ. Ιλ.