κονέω: Difference between revisions

From LSJ

ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστεθηρίονθεός → a man who is incapable of entering into partnership, or who is so self-sufficing that he has no need to do so, is no part of a state, so that he must be either a lower animal or a god | whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Source
(21)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κονέω]] (Α) [[κόνις]]<br /><b>1.</b> [[σηκώνω]] [[σκόνη]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> α) [[τρέχω]]<br />β) [[ενεργώ]]<br />γ) [[αισθάνομαι]]<br /><b>3.</b> ([[κατά]] το Μέγα Ετυμολ.) [[υπηρετώ]].
|mltxt=[[κονέω]] (Α) [[κόνις]]<br /><b>1.</b> [[σηκώνω]] [[σκόνη]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> α) [[τρέχω]]<br />β) [[ενεργώ]]<br />γ) [[αισθάνομαι]]<br /><b>3.</b> ([[κατά]] το Μέγα Ετυμολ.) [[υπηρετώ]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κονέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[κόνις]]), [[σηκώνω]] [[σκόνη]] στο πέρασμά μου· επείγομαι, [[σπεύδω]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 23:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κονέω Medium diacritics: κονέω Low diacritics: κονέω Capitals: ΚΟΝΕΩ
Transliteration A: konéō Transliteration B: koneō Transliteration C: koneo Beta Code: kone/w

English (LSJ)

(κόνις)

   A raise dust: hence, hasten, Hsch.; = ὑπηρετεῖν, EM 268.29: elsewh. only in compd. ἐγκονέω.

German (Pape)

[Seite 1480] Staub erregen, besonders durch schnelles Laufen, also eilen. VLL. So hat Jacobs Asclpds. 37 (XIII, 23) emendirt. Vgl. ἐγκονέω.

Greek (Liddell-Scott)

κονέω: (κόνις) ἐγείρω κόνιν, κονιορτόν· καθόλου, ἐπείγομαι, σπεύδω, «κόνει· σπεῦδε, τρέχε» Ἡσύχ., Ἐτυμολ. Μέγ. 268. 29· ἐκ διορθώσεως τοῦ Ἰακωψίου ἐν Ἀνθ. Π. 13. 23· ἀλλαχοῦ μόνον ἐν τῷ συνθέτῳ ἐγκονέω· διότι τὸ διᾱκονέω εἶναι ἐξ ἄλλης ῥίζης, ἴδε ἐν λέξ. διάκονος.

French (Bailly abrégé)

1 soulever de la poussière en courant;
2 courir, se hâter.
Étymologie: κόνις.

Greek Monolingual

κονέω (Α) κόνις
1. σηκώνω σκόνη
2. (κατά τον Ησύχ.) α) τρέχω
β) ενεργώ
γ) αισθάνομαι
3. (κατά το Μέγα Ετυμολ.) υπηρετώ.

Greek Monotonic

κονέω: μέλ. -ήσω (κόνις), σηκώνω σκόνη στο πέρασμά μου· επείγομαι, σπεύδω, σε Ανθ.