κόλον: Difference between revisions
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
(21) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (AM [[κόλον]] και σπαν. [[κῶλον]])<br />το [[τμήμα]] του παχέος εντέρου από το τυφλό [[μέχρι]] την [[αρχή]] του απευθυσμένου<br /><b>αρχ.</b><br />[[τροφή]], [[φαγητό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Κατά μια [[άποψη]], συνδέεται με τη λ. [[κυλλός]] «[[καμπύλος]], [[κυρτός]]». Ο τ. [[κῶλον]] [[είναι]] μεταπλασμένος και προήλθε πιθ. κατ' [[επίδραση]] της λ. [[κῶλον]], με σημ. «[[μέλος]]», και του λατ. τ. <i>culus</i> «[[πρωκτός]]». Τη λ. [[κόλον]] δανείστηκε η Λατινική με τις μορφές <i>colum</i> και <i>colon</i> και από [[εκεί]] η λ. κατέστη [[διεθνής]] [[επιστημονικός]] όρος]. | |mltxt=το (AM [[κόλον]] και σπαν. [[κῶλον]])<br />το [[τμήμα]] του παχέος εντέρου από το τυφλό [[μέχρι]] την [[αρχή]] του απευθυσμένου<br /><b>αρχ.</b><br />[[τροφή]], [[φαγητό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Κατά μια [[άποψη]], συνδέεται με τη λ. [[κυλλός]] «[[καμπύλος]], [[κυρτός]]». Ο τ. [[κῶλον]] [[είναι]] μεταπλασμένος και προήλθε πιθ. κατ' [[επίδραση]] της λ. [[κῶλον]], με σημ. «[[μέλος]]», και του λατ. τ. <i>culus</i> «[[πρωκτός]]». Τη λ. [[κόλον]] δανείστηκε η Λατινική με τις μορφές <i>colum</i> και <i>colon</i> και από [[εκεί]] η λ. κατέστη [[διεθνής]] [[επιστημονικός]] όρος]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κόλον:''' τό, ε ντερικό [[τμήμα]] ή το χαμηλότερο [[τμήμα]] του παχέος εντέρου που εκτείνεται από το τυφλό ως το [[απευθυσμένο]], σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:04, 31 December 2018
English (LSJ)
τό,
A = ἡ τροφή, as etym. of κόλαξ, βουκόλος, δύσκολος and κοιλία, Ath.6.262a, copied by Eust.1817.53, 62 (who adds ἄκολος); applied to some form of preserved food in PSI5.535.39, 46 (iii B.C.). II colon, part of the large intestine, Ar.Eq.455, Arist.PA675b7, Nic. Al.23, Poll.2.209. κολόροβ-ον and κολόκυντ-ος, v. κολλόροβον IV.
German (Pape)
[Seite 1474] τό, 1) = κῶλον; Ar. Equ. 458; Nic. Al. 23. – 2) Essen, Speise, zur Abltg von βουκόλος, κόλαξ angenommen, Ath. VI, 262 a.
Greek (Liddell-Scott)
κόλον: τό, τροφή, φαγητόν, φορβὴ (ὅθεν ὁ Εὐστ. παράγει τὰ ἄκολος, κόλαξ), Ἀθήν. 262Α. ΙΙ. μέρος τοῦ παχέος ἐντέρου ἐκτεινόμενον ἀπὸ τοῦ τυφλοῦ μέχρι τοῦ ἀπευθυσμένου, (ὅπερ ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. φέρεται κῶλον, προφανῶς κατὰ λάθος, ὡς τὸ μέτρον δεικνύει ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 455, Νικ. Ἀλεξιφ. 23), Ἀριστ. π. Ζ. Μ. 3, 14, Πολυδ. Β΄, 193, 209.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
gros boyau, côlon.
Étymologie: DELG étym. ignorée -- Babiniotis pê apparenté à κυλλός.
Greek Monolingual
το (AM κόλον και σπαν. κῶλον)
το τμήμα του παχέος εντέρου από το τυφλό μέχρι την αρχή του απευθυσμένου
αρχ.
τροφή, φαγητό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά μια άποψη, συνδέεται με τη λ. κυλλός «καμπύλος, κυρτός». Ο τ. κῶλον είναι μεταπλασμένος και προήλθε πιθ. κατ' επίδραση της λ. κῶλον, με σημ. «μέλος», και του λατ. τ. culus «πρωκτός». Τη λ. κόλον δανείστηκε η Λατινική με τις μορφές colum και colon και από εκεί η λ. κατέστη διεθνής επιστημονικός όρος].
Greek Monotonic
κόλον: τό, ε ντερικό τμήμα ή το χαμηλότερο τμήμα του παχέος εντέρου που εκτείνεται από το τυφλό ως το απευθυσμένο, σε Αριστοφ.