παραπλάζω: Difference between revisions
σταγόνες ὕδατος πέτρας κοιλαίνουσιν → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone
(31) |
(5) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[εκτρέπω]] κάποιον από την [[ευθεία]] οδό, [[παραπλανώ]]<br /><b>2.</b> [[παρασύρω]] ναύτες από την [[πορεία]] τους<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[περιπλέκω]], [[συγχέω]] («παρέπλαγξεν δὲ [[νόημα]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>4.</b> παρεκτρέπομαι («[[κραδίη]] παραπλάζουσα μέμηνε», <b>Νίκ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> [[πλανώμαι]], [[πέφτω]] σε [[σφάλμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πλάζω]] «[[πλανώ]], [[εκτρέπω]], [[απομακρύνω]]»]. | |mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[εκτρέπω]] κάποιον από την [[ευθεία]] οδό, [[παραπλανώ]]<br /><b>2.</b> [[παρασύρω]] ναύτες από την [[πορεία]] τους<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[περιπλέκω]], [[συγχέω]] («παρέπλαγξεν δὲ [[νόημα]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>4.</b> παρεκτρέπομαι («[[κραδίη]] παραπλάζουσα μέμηνε», <b>Νίκ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> [[πλανώμαι]], [[πέφτω]] σε [[σφάλμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πλάζω]] «[[πλανώ]], [[εκτρέπω]], [[απομακρύνω]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''παραπλάζω:''' μέλ. -[[πλάγξω]], αόρ. αʹ <i>παρ-έπλαγξα</i>, Παθ. <i>-επλάγθην</i>· κάνω κάποιον να παρεκτραπεί από τον σωστό δρόμο, [[οδηγώ]] έξω από την [[πορεία]], σε Ομήρ. Οδ.· μεταφ., [[οδηγώ]] έξω από το δρόμο, [[περιπλέκω]], στον ίδ. — Παθ., παρεπλάγχθη [[ἰός]], [[περιπλανώμαι]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>παραπλαγχθῆναι γνώμης</i>, [[ξεφεύγω]], [[ξεστρατίζω]] από τη [[λογική]], σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:52, 31 December 2018
English (LSJ)
used by Hom. in aor. Act. παρέπλαγξα and Pass. -επλάγχθην :—
A cause to wander from the right way, of seamen, drive out of their course, ἀλλά με . . Βορέης παρέπλαγξε Κυθήρων Od.9.81, cf. 19.187 : metaph., lead astray, perplex, παρέπλαγξεν δὲ νόημα 20.346 ; αἱ φρενῶν ταραχαὶ παρέπλαγξαν καὶ σοφόν Pi.O.7.31 :—Pass., παρεπλάγχθη δέ οἱ ἄλλῃ ἰὸς χαλκοβαρής the arrow went aside, Il.15.464 ; ποῖ παρεπλάγχθην γνώμης ἀγαθῆς ; E.Hipp.240 : abs., err, be wrong, Pi.N. 10.6. II Act. intr., go astray, κραδίη παραπλάζουσα μέμηνε Nic. Th.757.
German (Pape)
[Seite 494] (s. πλάζω), vorbeitreiben, machen, daß Einer vom rechten Wege abirrt, verschlagen; bes. von Seefahrern, ἀλλά με βορέης παρέπλαγξεν Κυθήρων, Od. 9, 81. 19, 187; pass., παρεπλάγχθη δέ οἱ ἄλλῃ ἰός, Il. 15, 464; übertr., παρέπλαγξεν δὲ νόημα, verwirren, Od. 20, 346; παρέπλαγξαν σοφόν, Pind. Ol. 7, 31; οὐδὲ παρεπλάγχθη, N. 10, 6; παρεπλάγχθην γνώμας ἀγαθᾶς, Eur. Hipp. 240; sp. D., wie Nonn. D. 29, 55 Man. 1, 94, die es auch in intrans. Bdtg brauchen, κραδίη δὲ παραπλάζουσα μέμηνε, Nic. Ther. 757. – Selten in später Prosa, ἐξέβης τῶν χρηστῶν ἐπιτηδευμάτων καὶ παρεπλάγχθης τῆς ὀρθῆς ὁδοῦ, D. Hal. 11, 13.
Greek (Liddell-Scott)
παραπλάζω: μέλλ. -πλάγξω· ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. κατ’ ἀόρ. ἐνεργ. καὶ παθ. Παραπλανῶ, κάμνω τινὰ νὰ πλανηθῇ ἐκ τῆς ὀρθῆς ὁδοῦ, ἐπὶ ναυτῶν, παραπλανῶ ἐκ τῆς πορείας αὐτῶν, ἀλλά με.. Βορέης παρέπλαγξε Κυθήρων Ὀδ. Ι. 81, πρβλ. Τ. 187· - μεταφορ., παραπλανῶ, περιπλέκω, παρέπλαγξε δὲ νόημα Υ. 346· αἱ φρενῶν ταραχαὶ παρέπλαγξαν καὶ σοφὸν Πινδ. Ο. 7. 56. - Παθ., παρεπλάχθη δέ οἱ ἄλλῃ ἰὸς χαλκοβαρής, τὸ βέλος παρετράπη, Ἰλ. Ο. 464· ποῖ παρεπλάγχθην γνώμας ἀγαθᾶς; Εὐρ. Ἱππ. 240· ἀπολ., πλανῶμαι, σφάλλομαι, Πινδ. Ν. 10. 10. - Τὸ ἐνεργ. ὡσαύτως ἀπαντᾷ ἐπὶ ἀμεταβ. σημασίας, παραπλανῶμαι, παρεκτρέπομαι, Νικ. Θηρ. 757, κλ.
French (Bailly abrégé)
f. παραπλάγξω, ao. παρέπλαγξα, ao. Pass. παρεπλάγχθην;
1 écarter du droit chemin, faire dévier de, gén. ; Pass. dévier;
2 égarer l’esprit, troubler la raison, acc. ; Pass. avoir l’esprit égaré ; avec le gén. : γνώμης ἀγαθῆς EUR être hors de son droit sens.
Étymologie: παρά, πλάζω.
English (Autenrieth)
aor. παρέπλαγξε, part. fem. παραπλάγξᾶσα, pass. aor. παρεπλάγχθη: cause to drift past, drive by or away from, Od. 9.81, Od. 19.187; pass., swerve away from the mark, Il. 15.464; met., confuse, perplex, Od. 20.346.
English (Slater)
παραπλάζω
a act., cause to wander αἱ δὲ φρενῶν ταραχαὶ παρέπλαγξαν καὶ σοφόν (O. 7.31)
b pass., go astray met. οὐδ' περμήστρα παρεπλάγχθη, μονόψαφον ἐν κολεῷ κατασχοῖσα ξίφος (N. 10.6)
Greek Monolingual
Α
1. εκτρέπω κάποιον από την ευθεία οδό, παραπλανώ
2. παρασύρω ναύτες από την πορεία τους
3. μτφ. περιπλέκω, συγχέω («παρέπλαγξεν δὲ νόημα», Ομ. Οδ.)
4. παρεκτρέπομαι («κραδίη παραπλάζουσα μέμηνε», Νίκ.)
5. παθ. πλανώμαι, πέφτω σε σφάλμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + πλάζω «πλανώ, εκτρέπω, απομακρύνω»].
Greek Monotonic
παραπλάζω: μέλ. -πλάγξω, αόρ. αʹ παρ-έπλαγξα, Παθ. -επλάγθην· κάνω κάποιον να παρεκτραπεί από τον σωστό δρόμο, οδηγώ έξω από την πορεία, σε Ομήρ. Οδ.· μεταφ., οδηγώ έξω από το δρόμο, περιπλέκω, στον ίδ. — Παθ., παρεπλάγχθη ἰός, περιπλανώμαι, σε Ομήρ. Ιλ.· παραπλαγχθῆναι γνώμης, ξεφεύγω, ξεστρατίζω από τη λογική, σε Ευρ.