πρέσβις: Difference between revisions
νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.
(34) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-εως, Α<br />[[πρεσβευτής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταγν. τ. του [[πρέσβυς]], [[κατά]] τα ουσ. σε -<i>ις</i>, -<i>εως</i>].———————— <b>(II)</b><br />-εως, ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[ηλικία]] («[[κατά]] πρέσβιν» — [[κατά]] την [[ηλικία]], Ύμν. Ερμ.)<br /><b>2.</b> ηλικιωμένη [[γυναίκα]], [[γριά]] («γυνὴ [[πρέσβις]] τοὺς ὀφθαλμοὺς νοσοῡσα», Αίσωπ.)<br /><b>3.</b> η [[σύζυγος]] του πρέσβεως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρέσβυς]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ις</i>]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />-εως, Α<br />[[πρεσβευτής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταγν. τ. του [[πρέσβυς]], [[κατά]] τα ουσ. σε -<i>ις</i>, -<i>εως</i>].———————— <b>(II)</b><br />-εως, ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[ηλικία]] («[[κατά]] πρέσβιν» — [[κατά]] την [[ηλικία]], Ύμν. Ερμ.)<br /><b>2.</b> ηλικιωμένη [[γυναίκα]], [[γριά]] («γυνὴ [[πρέσβις]] τοὺς ὀφθαλμοὺς νοσοῡσα», Αίσωπ.)<br /><b>3.</b> η [[σύζυγος]] του πρέσβεως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρέσβυς]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ις</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πρέσβις:''' ἡ, ποιητ. αντί [[πρεσβεία]], [[ηλικία]], <i>κατὰ πρέσβιν</i>, σύμφωνα με την [[ηλικία]], σε Ομηρ. Ύμν., Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:20, 31 December 2018
English (LSJ)
(A), εως, ὁ,
A ambassador, πρέσβις οὐ τύπτεται οὐδὲ ὑβρίζεται Prov. ap. Sch.Il.4.394; alleged as the word of which πρέσβεως (Ar.Ach.93) is gen., Choerob. in Theod.1.233, Sch.Ar.l.c., Suid.
πρέσβ-ις (B), εως, ἡ, poet. for πρεσβεία,
A age, κατὰ πρέσβιν according to age, h. Merc.431, Pl.Lg.855d, etc. II aged woman, v.l. for πρεσβῦτις in Aesop.107b (pp.182,183 Chambry). 2 ambassadress, Ael. ap. Eust.738.62.
German (Pape)
[Seite 698] ἡ, die Alte. Schäf. ad Aesop. 107. ἡ, poet. = πρεσβεία, das Alter; κατὰ πρέσβιν, nach dem Alter, H. h. Merc. 431 (wo die v. l. πρέσβην), wie Plat. Legg. IX, 855 d, ὁ δικαστὴς ἑξῆς κατὰ πρέσβιν ἱζέσθω. ὁ, = πρεσβευτής, der Gesandte, nur in einer lakon. Inschrift.
Greek (Liddell-Scott)
πρέσβις: ὁ, μεταγεν. τύπος τοῦ πρέσβυς, πρεσβευτής, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 93, Σουΐδ., κλπ.
French (Bailly abrégé)
2adj. f.
âgée, vieille.
Étymologie: πρέσβυς.
Greek Monolingual
(I)
-εως, Α
πρεσβευτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταγν. τ. του πρέσβυς, κατά τα ουσ. σε -ις, -εως].———————— (II)
-εως, ἡ, Α
1. ηλικία («κατά πρέσβιν» — κατά την ηλικία, Ύμν. Ερμ.)
2. ηλικιωμένη γυναίκα, γριά («γυνὴ πρέσβις τοὺς ὀφθαλμοὺς νοσοῡσα», Αίσωπ.)
3. η σύζυγος του πρέσβεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρέσβυς + επίθημα -ις].
Greek Monotonic
πρέσβις: ἡ, ποιητ. αντί πρεσβεία, ηλικία, κατὰ πρέσβιν, σύμφωνα με την ηλικία, σε Ομηρ. Ύμν., Πλάτ.