προπάσχω: Difference between revisions
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
(34) |
(6) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[υφίσταμαι]] [[κάτι]] [[πρώτος]], [[πριν]] από κάποιον [[άλλο]] ή [[προηγουμένως]] (α. «οὐδὲν δὲ κακὸν προπεπονθώς», <b>Πλάτ.</b><br />β. «παρενόμησάν τε οὐ προπεπονθότες ὑφ' ἡμῶν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> ταλαιπωρούμαι, [[δεινοπαθώ]] [[προηγουμένως]], («προπαθόντες καὶ ὑβρισθέντες... ἐν Φιλίπποις», ΚΔ)<br /><b>3.</b> [[είμαι]] από πρὶν φτειαγμένος... | |mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[υφίσταμαι]] [[κάτι]] [[πρώτος]], [[πριν]] από κάποιον [[άλλο]] ή [[προηγουμένως]] (α. «οὐδὲν δὲ κακὸν προπεπονθώς», <b>Πλάτ.</b><br />β. «παρενόμησάν τε οὐ προπεπονθότες ὑφ' ἡμῶν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> ταλαιπωρούμαι, [[δεινοπαθώ]] [[προηγουμένως]], («προπαθόντες καὶ ὑβρισθέντες... ἐν Φιλίπποις», ΚΔ)<br /><b>3.</b> [[είμαι]] από πρὶν φτειαγμένος... | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προπάσχω:''' [[υποφέρω]] [[πρώτος]] ή από [[πριν]], σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· [[υφίσταμαι]] άσχημη [[μεταχείριση]] από [[πριν]], [[ὑπό]] τινος, σε Θουκ.· επίσης, ἀγαθὸν [[προπάσχω]], σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:20, 31 December 2018
English (LSJ)
A suffer first or beforehand, Hdt.7.11, Th.3.82, etc.; τι S.OC230 (lyr.), Antipho 2.1.5, Pl.R.376a; to be ill-treated before, ὑφ' ἡμῶν Th.3.67; π. οὐδὲν ἀγαθόν X.Mem.2.2.5: generally, to be previously affected or modified, Plu.2.725a, Plot.4.5.2.
German (Pape)
[Seite 739] (s. πάσχω), vor, vorher, voraus leiden; Soph. O. C. 229; Her. 7. 11; ὑπό τινος, Thuc. 3, 67. 82; οὐδὲν κακὸν προπεπονθώς, Plat. Rep. II, 376 a.
Greek (Liddell-Scott)
προπάσχω: πάσχω πρῶτος ἢ πρότερον, Ἡρ. 7. 11, Θουκ. 3· 82, κτλ.· τι Σοφ. Ο. Κ. 230, Ἀντιφῶν 126, 4, Πλάτ. Πολ. 376Α· παρηνόμησαν [παρενόμησάν] τε οὐ προσπαθόντες ὑφ’ ἡμῶν, οὐ παθόντες ὑφ’ ἡμῶν κακόν τι πρότερον, Θουκ. 3. 67· ― ἀγαθὸν πρ. Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 5.
French (Bailly abrégé)
ao.2 προέπαθον, pf. προπέπονθα;
1 souffrir auparavant ou le premier, acc. : προπάσχειν ὑπό τινος être maltraité auparavant par qqn;
2 en b. part éprouver le premier ou auparavant, acc..
Étymologie: πρό, πάσχω.
English (Strong)
from πρό and πάσχω; to undergo hardship previously: suffer before.
English (Thayer)
(προπάτωρ) προπατορος, ὁ (πατήρ), a forefather, founder of a family or nation: L T Tr WH. (Pindar, Herodotus, Sophocles, Euripides, Plato, Dio Cassius, 44,37; Lucian, others; Plutarch, consol. ad Apoll. c 10; Josephus, Antiquities 4,2, 4; b. j. 5,9, 4; Ev. Nicod. 21. 24. 25f; ecclesiastical writings.)
Greek Monolingual
Α
1. υφίσταμαι κάτι πρώτος, πριν από κάποιον άλλο ή προηγουμένως (α. «οὐδὲν δὲ κακὸν προπεπονθώς», Πλάτ.
β. «παρενόμησάν τε οὐ προπεπονθότες ὑφ' ἡμῶν», Θουκ.)
2. ταλαιπωρούμαι, δεινοπαθώ προηγουμένως, («προπαθόντες καὶ ὑβρισθέντες... ἐν Φιλίπποις», ΚΔ)
3. είμαι από πρὶν φτειαγμένος...
Greek Monotonic
προπάσχω: υποφέρω πρώτος ή από πριν, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· υφίσταμαι άσχημη μεταχείριση από πριν, ὑπό τινος, σε Θουκ.· επίσης, ἀγαθὸν προπάσχω, σε Ξεν.