πτέρωμα: Difference between revisions
ὑπακούσατε δεξάμεναι θυσίαν καὶ τοῖς ἱεροῖσι χαρεῖσαι → accept my sacrifice and enjoy these holy rites | hearken to our prayer, and receive the sacrifice, and be propitious to the sacred rites | hear my call, accept my sacrifice, and then rejoice in this holy offering I make
(35) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το, ΝΜΑ, και [[φτέρωμα]] Ν<br /><b>1.</b> τα φτερά και τα πούπουλα ενός πτηνού, το [[σύνολο]] τών πτερών και τών πτίλων<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> η [[δύναμη]] για [[πέταγμα]] ή για [[κίνηση]] (α. «φρενών [[πτέρωμα]]», Κάλβ.<br />β. «τὸ τῆς ψυχῆς... [[πτέρωμα]]», Μεθόδ.<br />γ. «[[πτέρωμα]] τῆς κινήσεως», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />το [[φύτρωμα]] τών φτερών, η [[πτεροφυΐα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το να έχει φτερά κάποιο ζώο<br /><b>2.</b> το φτερωτό [[άκρο]] του βέλους<br /><b>3.</b> τα πτερύγια τών βραγχίων τών ψαριών<br /><b>4.</b> το περίστυλο ναού<br /><b>5.</b> [[προεξοχή]] στέγης, [[γείσο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πτερόν]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ωμα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πλεύρ</i>-<i>ωμα</i>: [[πλευρά]])]. | |mltxt=το, ΝΜΑ, και [[φτέρωμα]] Ν<br /><b>1.</b> τα φτερά και τα πούπουλα ενός πτηνού, το [[σύνολο]] τών πτερών και τών πτίλων<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> η [[δύναμη]] για [[πέταγμα]] ή για [[κίνηση]] (α. «φρενών [[πτέρωμα]]», Κάλβ.<br />β. «τὸ τῆς ψυχῆς... [[πτέρωμα]]», Μεθόδ.<br />γ. «[[πτέρωμα]] τῆς κινήσεως», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />το [[φύτρωμα]] τών φτερών, η [[πτεροφυΐα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το να έχει φτερά κάποιο ζώο<br /><b>2.</b> το φτερωτό [[άκρο]] του βέλους<br /><b>3.</b> τα πτερύγια τών βραγχίων τών ψαριών<br /><b>4.</b> το περίστυλο ναού<br /><b>5.</b> [[προεξοχή]] στέγης, [[γείσο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πτερόν]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ωμα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πλεύρ</i>-<i>ωμα</i>: [[πλευρά]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πτέρωμα:''' -ατος, τό ([[πτερόω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτό που έχει φτερά, π.χ. το φτερωτό [[βέλος]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> τα [[ίδια]] τα φτερά, σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:32, 31 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A that which is feathered, e.g. feathered arrow, A.Fr.139, Lyc.56. 2 π. βραγχίων the fin by the gills of fishes, Ael.NA16.12. 3 colonnade of a temple, Vitr.3.3.9, 4.8.6. 4 πτερώματα πετάσου awnings, Ephes.2.41 (iii A.D.). II plumage, τὸ τῆς ψυχῆς π. Pl.Phdr.246e; in literal sense, Porph. ap. Eus.PE3.12: pl., Arist.Col.792a24, b28. 2 οἷον . . π. τῆς κινήσεως motive wingpower, Gal.7.586.
German (Pape)
[Seite 809] τό, die Befiederung, das Gefieder; Aesch. frg. 116; Plat. Phaedr. 246 e. – Der befiederte Pfeil, Lycophr. 56; – βραγχίου, Floßfeder an den Kiemen, Ael. H. A. 16, 12. – Auch = πτερόν bei Gebäuden, Vitruv. 3, 2.
Greek (Liddell-Scott)
πτέρωμα: τό, τὸ ἔχειν πτερά, π.χ. βέλος ἔχον πτερά, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 129, Λυκόφρ. 56· πρβλ. πτερόν ΙΙΙ. 6. 2) πτ. βραχίων, τὸ πτερύγιον τὸ παρὰ τὰ βράγχια τῶν ἰχθύων, Αἰλ. π. Ζ. 16. 12. 3) τὸ περίστυλον ναοῦ (ἴδε πτερὸν ΙΙΙ. 9), Βιτρούβ. 3. § 29, 4. § 61. ΙΙ. πτέρωσις, τὰ πτερά, τὸ τῆς ψυχῆς πτ. Πλάτ. Φαῖδρ. 246Ε· ἐν τῷ πληθ., Ἀριστ. π. Χρωμ. 2, 4 καὶ 12.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
lobe de branchies.
Étymologie: πτερόω.
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ, και φτέρωμα Ν
1. τα φτερά και τα πούπουλα ενός πτηνού, το σύνολο τών πτερών και τών πτίλων
2. μτφ. η δύναμη για πέταγμα ή για κίνηση (α. «φρενών πτέρωμα», Κάλβ.
β. «τὸ τῆς ψυχῆς... πτέρωμα», Μεθόδ.
γ. «πτέρωμα τῆς κινήσεως», Γαλ.)
νεοελλ.
το φύτρωμα τών φτερών, η πτεροφυΐα
αρχ.
1. το να έχει φτερά κάποιο ζώο
2. το φτερωτό άκρο του βέλους
3. τα πτερύγια τών βραγχίων τών ψαριών
4. το περίστυλο ναού
5. προεξοχή στέγης, γείσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτερόν + κατάλ. -ωμα (πρβλ. πλεύρ-ωμα: πλευρά)].
Greek Monotonic
πτέρωμα: -ατος, τό (πτερόω),
I. αυτό που έχει φτερά, π.χ. το φτερωτό βέλος, σε Αισχύλ.
II. τα ίδια τα φτερά, σε Πλάτ.