Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σίκυος: Difference between revisions

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
(37)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και σικυός, ο, ΝΑ<br /><b>1.</b> η [[αγγουριά]]<br /><b>2.</b> ο [[καρπός]] της αγγουριάς, το [[αγγούρι]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[σίκυος]] ο [[πέπων]]» — <b>βλ.</b> [[πέπων]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[σίκυος]] [[σπερματίας]]» — ώριμο [[αγγούρι]]<br />β) «[[σίκυος]] ὁ [[ἄγριος]]» — το [[φυτό]] [[ελατήριο]], η [[πικραγγουριά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του [[σικύα]], [[κατά]] τα αρσ. (<b>βλ. λ.</b> [[σικύα]])].
|mltxt=και σικυός, ο, ΝΑ<br /><b>1.</b> η [[αγγουριά]]<br /><b>2.</b> ο [[καρπός]] της αγγουριάς, το [[αγγούρι]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[σίκυος]] ο [[πέπων]]» — <b>βλ.</b> [[πέπων]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[σίκυος]] [[σπερματίας]]» — ώριμο [[αγγούρι]]<br />β) «[[σίκυος]] ὁ [[ἄγριος]]» — το [[φυτό]] [[ελατήριο]], η [[πικραγγουριά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του [[σικύα]], [[κατά]] τα αρσ. (<b>βλ. λ.</b> [[σικύα]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σίκῠος:''' ή σικῠός[ῐ], ὁ, [[αγγούρι]], νεροκολοκύθα, [[πεπόνι]], σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 01:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σίκῠος Medium diacritics: σίκυος Low diacritics: σίκυος Capitals: ΣΙΚΥΟΣ
Transliteration A: síkyos Transliteration B: sikyos Transliteration C: sikyos Beta Code: si/kuos

English (LSJ)

[ῐ] or σῐκῠός, ὁ (also σίκυς, ἡ, Alc.151, Dsc.2.135, Gal.19.89 (

   A s.v. βουβάλιος)), cucumber, Cucumis sativus, Ar.Ach.520, Pax 1001, Thphr.HP7.4.1, Diocl.Fr.49, al., PCair.Zen.176.4, al. (iii B.C.); σίκυς ἥμερος Dsc. l.c.; eaten unripe and raw, Hp.Vict.2.55; but also σ. πέπων, v. πέπων 1.2 (πέπων alone is condemned by Phryn.230); also called σ. σπερματίας, seeding, i.e. ripe cucumber, Cratin.136.    2 σ. ἄγριος squirting cucumber, Ecballium Elaterium, Hp.Nat.Mul.95, Mul.1.77, Thphr.HP9.15.6; also σίκυς ἄγριος Dsc.4.150.

German (Pape)

[Seite 881] oder σικυός, ὁ, auch σίκυς, ὁ, die gemeine Gurke, Ar. Pax 966 u. Folgde; Ath. oft; die unreif u. roh gegessen ward, dah. auch ὠμός; eine andere Art, die man nur reif aß, hieß σικύα, σίκυος σπερματίας u. σίκυος πέπων, auch allein πέπων, Sp., wie Strat. 39 (XII, 197); χνοάοντα, Philip. 20 (VI, 102); vgl. Lob. Phryn. 258 ff.

Greek (Liddell-Scott)

σίκυος: ἢ σικυός, ὁ, τὸ κοινὸν ἀγγούριον, Ἀριστοφ. Ἀχ. 520, Εἰρ. 1001· ἐσθιόμενον ἄωρον καὶ ὠμόν, Ἱππ. 360. 26· καλούμενον καὶ σίκυος ἄγριος, ὁ αὐτ. 584. 13., 623. 27· καὶ σίκυς, -υος, ὁ, Ἀλκαῖ. 144. Ἡ σικύα ἦτο διάφορος τὸ εἶδος καὶ ἐτρώγετο ὥριμος, = σίκυος σπερματίας, σίκυος πέπων, ἢ καὶ ἁπλῶς πέπων, πρβλ. Foës Oecon. Hipp., Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. σελ. 258 κἑξ. Τὸ Λατ. cucumis, περιλαμβάνει ἀμφότερα τὰ εἴδη… [σῐ- Κρατῖν. ἐν «Ὀδυσσεῦσιν» 8, Πράξιλλα 1]. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σικυός σπερματίας· ὃν ἡμεῖς μηλοπέπονα».

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
c. σικυός.

Greek Monolingual

και σικυός, ο, ΝΑ
1. η αγγουριά
2. ο καρπός της αγγουριάς, το αγγούρι
3. φρ. «σίκυος ο πέπων» — βλ. πέπων
αρχ.
φρ. α) «σίκυος σπερματίας» — ώριμο αγγούρι
β) «σίκυοςἄγριος» — το φυτό ελατήριο, η πικραγγουριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του σικύα, κατά τα αρσ. (βλ. λ. σικύα)].

Greek Monotonic

σίκῠος: ή σικῠός[ῐ], ὁ, αγγούρι, νεροκολοκύθα, πεπόνι, σε Αριστοφ.