σπιθαμή: Difference between revisions

From LSJ

νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this

Source
(38)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[σπιθαμή]], ΝΜΑ, και [[πιθαμή]], Ν<br /><b>1.</b> το [[διάστημα]] [[ανάμεσα]] στον αντίχειρα και στο μικρό [[δάχτυλο]] τεντωμένου χεριού (α. «μια [[σπιθαμή]] [[απόσταση]]» β. «... τὰ πρόβατα τὰς οὐρας ἔχει τὸ [[πλάτος]] πήχεως, τὰ δὲ ὦτα αἱ αἶγες σπιθαμῆς», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για χρόνο) μικρή, σύντομη [[διάρκεια]] («[[σπιθαμή]] τοῡ βίου», Διογ. Λαέρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[σπιθαμή]] [[προς]] [[σπιθαμή]]» — σε μικρά, διαδοχικά διαστήματα<br />β) «μιας σπιθαμής [[άνθρωπος]]»<br />i) [[παιδί]]<br />ii) [[άνθρωπος]] πολύ [[κοντός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κατά μία [[άποψη]], η λ. προέρχεται από τη [[ρίζα]] τών τ. [[σπίδιος]], [[σπιδόθεν]] κ.λπ. με οδοντική [[παρέκταση]] -<i>dh</i>- και κατάλ. -<i>α</i>-<i>μη</i>, <b>πρβλ.</b> <i>παλ</i>-<i>ά</i>-<i>μη</i>, <i>πυγ</i>-<i>μή</i> (<b>βλ. λ.</b> [[σπιδής]])].
|mltxt=η / [[σπιθαμή]], ΝΜΑ, και [[πιθαμή]], Ν<br /><b>1.</b> το [[διάστημα]] [[ανάμεσα]] στον αντίχειρα και στο μικρό [[δάχτυλο]] τεντωμένου χεριού (α. «μια [[σπιθαμή]] [[απόσταση]]» β. «... τὰ πρόβατα τὰς οὐρας ἔχει τὸ [[πλάτος]] πήχεως, τὰ δὲ ὦτα αἱ αἶγες σπιθαμῆς», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για χρόνο) μικρή, σύντομη [[διάρκεια]] («[[σπιθαμή]] τοῡ βίου», Διογ. Λαέρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[σπιθαμή]] [[προς]] [[σπιθαμή]]» — σε μικρά, διαδοχικά διαστήματα<br />β) «μιας σπιθαμής [[άνθρωπος]]»<br />i) [[παιδί]]<br />ii) [[άνθρωπος]] πολύ [[κοντός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κατά μία [[άποψη]], η λ. προέρχεται από τη [[ρίζα]] τών τ. [[σπίδιος]], [[σπιδόθεν]] κ.λπ. με οδοντική [[παρέκταση]] -<i>dh</i>- και κατάλ. -<i>α</i>-<i>μη</i>, <b>πρβλ.</b> <i>παλ</i>-<i>ά</i>-<i>μη</i>, <i>πυγ</i>-<i>μή</i> (<b>βλ. λ.</b> [[σπιδής]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σπῐθᾰμή:''' ἡ, [[άνοιγμα]] που μπορεί [[κάποιος]] να ορίσει με τη [[βοήθεια]] αντίχειρα και μικρού δακτύλου, [[σπιθαμή]], [[παλάμη]], Λατ. [[dodrans]], [[περίπου]] 7 1/2 ίντσες, σε Ηρόδ., Πλάτ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
}}

Revision as of 01:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπῐθᾰμή Medium diacritics: σπιθαμή Low diacritics: σπιθαμή Capitals: ΣΠΙΘΑΜΗ
Transliteration A: spithamḗ Transliteration B: spithamē Transliteration C: spithami Beta Code: spiqamh/

English (LSJ)

ἡ,

   A space one can embrace between the thumb and little finger, span (EM647.34), as a fixed measure, = 3 παλαισταί (Hero *Deff.131), first in Hdt.2.106, Hp.Mochl.38 (though the compd. τρισπίθαμος occurs in Hes.Op.426); also in Pl.Alc.1.126d, Arist.HA606a14, Pol.1302b38, Chrysipp.Stoic.2.47, POxy.669.32 (iii A.D.), etc. :metaph., σ. τοῦ βίου Diogenian.8.17.

German (Pape)

[Seite 921] ἡ, die Weite zwischen dem ausgespannten Daumen und dem kleinen Finger; Her. 2, 106; περὶ σπιθαμῆς καὶ πήχεως, Plat. Alc. I, 126 c; Sp.; Römisch dodrans.

Greek (Liddell-Scott)

σπῐθᾰμή: ἡ, (ἴδε σπιδής), τὸ διάστημα ὃ δύναταί τις νὰ περιλάβῃ μεταξὺ τοῦ ἀντίχειρος καὶ τοῦ μικροῦ δακτύλου, «πιθαμή», Λατ. dodrans (Ἐτυμολ. Μέγ. ἐν λέξ. παλαιστή), ὡς ὡρισμένον μέτρον ἰσούμενον περίπου πρὸς 0, 18 τοῦ μέτρου, πρῶτον παρ’ Ἡρόδ. 2. 106, Ἱππ. Μοχλ. 865, ἂν καὶ τὸ σύνθετον τρισπίθαμος ἀπαντᾷ παρ’ Ἡσίοδ. ἐν Ἔργ. κ. Ἡμ. 424· ὡσαύτως παρὰ Πλάτ. ἐν Ἀλκ. 1. 126C, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 28, 5, Πολιτ. 5. 3, 6· - μεταφορ., σπ. τοῦ βίου Διογενειαν. 8. 17, Ἡσύχ. - Πρβλ. δοχμή.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
empan, mesure d’une demi-coudée ou de trois quarts de pied.
Étymologie: R. Σπα, tirer ; cf. σπιδής.

Greek Monolingual

η / σπιθαμή, ΝΜΑ, και πιθαμή, Ν
1. το διάστημα ανάμεσα στον αντίχειρα και στο μικρό δάχτυλο τεντωμένου χεριού (α. «μια σπιθαμή απόσταση» β. «... τὰ πρόβατα τὰς οὐρας ἔχει τὸ πλάτος πήχεως, τὰ δὲ ὦτα αἱ αἶγες σπιθαμῆς», Αριστοτ.)
2. (για χρόνο) μικρή, σύντομη διάρκειασπιθαμή τοῡ βίου», Διογ. Λαέρ.)
νεοελλ.
φρ. α) «σπιθαμή προς σπιθαμή» — σε μικρά, διαδοχικά διαστήματα
β) «μιας σπιθαμής άνθρωπος»
i) παιδί
ii) άνθρωπος πολύ κοντός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, η λ. προέρχεται από τη ρίζα τών τ. σπίδιος, σπιδόθεν κ.λπ. με οδοντική παρέκταση -dh- και κατάλ. -α-μη, πρβλ. παλ-ά-μη, πυγ-μή (βλ. λ. σπιδής)].

Greek Monotonic

σπῐθᾰμή: ἡ, άνοιγμα που μπορεί κάποιος να ορίσει με τη βοήθεια αντίχειρα και μικρού δακτύλου, σπιθαμή, παλάμη, Λατ. dodrans, περίπου 7 1/2 ίντσες, σε Ηρόδ., Πλάτ. (αμφίβ. προέλ.).