συσκευασία: Difference between revisions
Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod
(40) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΑ [[συσκευάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>τεχνολ.</b> η [[τεχνολογία]] και η [[μέθοδος]] κατάλληλης τακτοποίησης ενός αγαθού σε [[δέμα]] ή [[κιβώτιο]] για [[μεταφορά]], [[αποθήκευση]] και [[πώληση]], κν. [[αμπαλάζ]] ή [[αμπαλάρισμα]]<br /><b>2.</b> το εξωτερικό [[περίβλημα]] ενός τυποποιημένου εμπορεύματος, που αποσκοπεί στην [[προστασία]] του και για στην [[αισθητική]] [[ικανοποίηση]] του καταναλωτή<br /><b>3.</b> [[φαρμακευτική]] [[σύνθεση]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[σύναξη]] και [[διευθέτηση]] τών σκευών για [[αναχώρηση]] ή [[πορεία]]. | |mltxt=η, ΝΑ [[συσκευάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>τεχνολ.</b> η [[τεχνολογία]] και η [[μέθοδος]] κατάλληλης τακτοποίησης ενός αγαθού σε [[δέμα]] ή [[κιβώτιο]] για [[μεταφορά]], [[αποθήκευση]] και [[πώληση]], κν. [[αμπαλάζ]] ή [[αμπαλάρισμα]]<br /><b>2.</b> το εξωτερικό [[περίβλημα]] ενός τυποποιημένου εμπορεύματος, που αποσκοπεί στην [[προστασία]] του και για στην [[αισθητική]] [[ικανοποίηση]] του καταναλωτή<br /><b>3.</b> [[φαρμακευτική]] [[σύνθεση]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[σύναξη]] και [[διευθέτηση]] τών σκευών για [[αναχώρηση]] ή [[πορεία]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συσκευᾰσία:''' ἡ, [[προετοιμασία]], [[προπαρασκευή]], [[συγκέντρωση]] και [[τακτοποίηση]] αποσκευών [[πριν]] την [[αναχώρηση]] για [[ταξίδι]] ή [[οδοιπορία]], σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A packing up, getting ready, for a journey or march, ib.4.2.35.
German (Pape)
[Seite 1042] ἡ, Zubereitung, Zurüstung, bes. zur Reise, zum Marsch, Xen. Cyr. 4, 2, 34.
Greek (Liddell-Scott)
συσκευᾰσία: ἡ, τὸ συσκευάζεσθαι, συνάγειν ἐπὶ τὸ αὐτὸ τὰ σκεύη πρὸς ἀναχώρησιν ἢ πορείαν, Ξεν. Κύρ. 4. 2, 35.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
préparatifs, particul. pour un départ ou une marche.
Étymologie: συσκευάζω.
Greek Monolingual
η, ΝΑ συσκευάζω
νεοελλ.
1. τεχνολ. η τεχνολογία και η μέθοδος κατάλληλης τακτοποίησης ενός αγαθού σε δέμα ή κιβώτιο για μεταφορά, αποθήκευση και πώληση, κν. αμπαλάζ ή αμπαλάρισμα
2. το εξωτερικό περίβλημα ενός τυποποιημένου εμπορεύματος, που αποσκοπεί στην προστασία του και για στην αισθητική ικανοποίηση του καταναλωτή
3. φαρμακευτική σύνθεση
αρχ.
σύναξη και διευθέτηση τών σκευών για αναχώρηση ή πορεία.
Greek Monotonic
συσκευᾰσία: ἡ, προετοιμασία, προπαρασκευή, συγκέντρωση και τακτοποίηση αποσκευών πριν την αναχώρηση για ταξίδι ή οδοιπορία, σε Ξεν.