χέλυς: Difference between revisions
Ἰδών ποτ' αἰσχρὸν πρᾶγμα μὴ συνεκδράμῃς → Visa re turpi cum aliis ne immisceas → Erlebst du eine Schandtat je, so lauf nicht mit
(46) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-υος, η, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>[[λόγιος]] τ.</b>) [[γένος]] μεγάλων υδρόβιων χελωνών, [[τυπικός]] [[εκπρόσωπος]] της οικογένειας [[χελυΐδες]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[χελώνα]] («αἴολον [[ὄστρακον]] [[ἐσσί]], [[χέλυς]] ὄρεσσι ζώουσα», Υμν. Ερμ.)<br /><b>2.</b> η [[λύρα]] με [[ηχείο]] από όστρακο χελώνας («ἑπτάτονον ὀρείαν χέλυν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> το [[κοίλο]] [[μέρος]] της λύρας, το [[ηχείο]]<br /><b>4.</b> το [[κοίλωμα]] του θώρακα, στο οποίο βρίσκονται οι πνεύμονες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη [[άποψη]], ο τ. [[χέλυς]], παράλληλα με έναν αμάρτυρο αρχικό σλαβ. τ. <i>želũ</i>- (<b>πρβλ.</b> αρχ. σλαβ. <i>žely</i>, <i>želĭve</i>, ρωσ. <i>žolur</i>), ανάγονται σε έναν ΙΕ τ. <i>ghel</i><i>ū</i>- με σημ. «[[χελώνα]]». Άλλοι σχηματισμοί από το ίδιο θ. [[είναι]] ο τ. [[χελύνη]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ghe</i>-<i>l</i><i>ū</i><i>n</i><i>ā</i>) με [[επίθημα]] -<i>ύνη</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κορ</i>-<i>ύνη</i>) και ο τ. [[χελώνη]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ghel</i><i>ō</i><i>un</i><i>ā</i>) με μακρά δίφθογγο -<i>ων</i>- στο [[επίθημα]] -<i>ώνη</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ῥαστ</i>-<i>ώνη</i>). Όσο για το [[σχήμα]] [[χέλυς]]: [[χελώνη]] <b>πρβλ.</b> και λατ. <i>corvus</i>: [[κορώνη]]. Κατ' άλλους, οι τ. [[χέλυς]], [[χελώνη]] ανάγονται στη [[ρίζα]] του [[χεῖλος]] (<b>πρβλ.</b> και [[χελύνη]] [Ι]). Για τη σημασιολογική [[αιτιολόγηση]] αυτής της άποψης <b>πρβλ.</b> το ιταλ. διαλ. <i>bezzuca</i> «[[χελώνα]]» <span style="color: red;"><</span> γαλατ. <i>beccus</i> «[[ράμφος]]» (<b>πρβλ.</b> γαλλ. <i>bec</i>) <span style="color: red;">+</span> αμάρτυρο <i>pĩts</i>- «[[μύτη]], [[κορυφή]]» (<b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>peak</i>, γαλλ. <i>pic</i>), πιθ. λόγω του ότι η [[χελώνα]] έχει μυτερό [[σαγόνι]]. Λιγότερο πιθανή, [[τέλος]], θεωρείται τόσο η [[αναγωγή]] τών τ. στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>ghel</i>- «[[κίτρινος]], [[πράσινος]]» και η σύνδεσή τους με τα [[χλόη]] και λατ. <i>helvus</i> «[[κοκκινωπός]]» όσο και η [[αναγωγή]] τους σε μια μη ΙΕ [[ρίζα]]. Στη Νέα Ελληνική απαντά ο τ. [[χελών]] <span style="color: red;"><</span> [[χελώνη]] (<b>πρβλ.</b> [[βελόνα]] <span style="color: red;"><</span> [[βελόνη]])]. | |mltxt=-υος, η, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>[[λόγιος]] τ.</b>) [[γένος]] μεγάλων υδρόβιων χελωνών, [[τυπικός]] [[εκπρόσωπος]] της οικογένειας [[χελυΐδες]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[χελώνα]] («αἴολον [[ὄστρακον]] [[ἐσσί]], [[χέλυς]] ὄρεσσι ζώουσα», Υμν. Ερμ.)<br /><b>2.</b> η [[λύρα]] με [[ηχείο]] από όστρακο χελώνας («ἑπτάτονον ὀρείαν χέλυν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> το [[κοίλο]] [[μέρος]] της λύρας, το [[ηχείο]]<br /><b>4.</b> το [[κοίλωμα]] του θώρακα, στο οποίο βρίσκονται οι πνεύμονες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη [[άποψη]], ο τ. [[χέλυς]], παράλληλα με έναν αμάρτυρο αρχικό σλαβ. τ. <i>želũ</i>- (<b>πρβλ.</b> αρχ. σλαβ. <i>žely</i>, <i>želĭve</i>, ρωσ. <i>žolur</i>), ανάγονται σε έναν ΙΕ τ. <i>ghel</i><i>ū</i>- με σημ. «[[χελώνα]]». Άλλοι σχηματισμοί από το ίδιο θ. [[είναι]] ο τ. [[χελύνη]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ghe</i>-<i>l</i><i>ū</i><i>n</i><i>ā</i>) με [[επίθημα]] -<i>ύνη</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κορ</i>-<i>ύνη</i>) και ο τ. [[χελώνη]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ghel</i><i>ō</i><i>un</i><i>ā</i>) με μακρά δίφθογγο -<i>ων</i>- στο [[επίθημα]] -<i>ώνη</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ῥαστ</i>-<i>ώνη</i>). Όσο για το [[σχήμα]] [[χέλυς]]: [[χελώνη]] <b>πρβλ.</b> και λατ. <i>corvus</i>: [[κορώνη]]. Κατ' άλλους, οι τ. [[χέλυς]], [[χελώνη]] ανάγονται στη [[ρίζα]] του [[χεῖλος]] (<b>πρβλ.</b> και [[χελύνη]] [Ι]). Για τη σημασιολογική [[αιτιολόγηση]] αυτής της άποψης <b>πρβλ.</b> το ιταλ. διαλ. <i>bezzuca</i> «[[χελώνα]]» <span style="color: red;"><</span> γαλατ. <i>beccus</i> «[[ράμφος]]» (<b>πρβλ.</b> γαλλ. <i>bec</i>) <span style="color: red;">+</span> αμάρτυρο <i>pĩts</i>- «[[μύτη]], [[κορυφή]]» (<b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>peak</i>, γαλλ. <i>pic</i>), πιθ. λόγω του ότι η [[χελώνα]] έχει μυτερό [[σαγόνι]]. Λιγότερο πιθανή, [[τέλος]], θεωρείται τόσο η [[αναγωγή]] τών τ. στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>ghel</i>- «[[κίτρινος]], [[πράσινος]]» και η σύνδεσή τους με τα [[χλόη]] και λατ. <i>helvus</i> «[[κοκκινωπός]]» όσο και η [[αναγωγή]] τους σε μια μη ΙΕ [[ρίζα]]. Στη Νέα Ελληνική απαντά ο τ. [[χελών]] <span style="color: red;"><</span> [[χελώνη]] (<b>πρβλ.</b> [[βελόνα]] <span style="color: red;"><</span> [[βελόνη]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''χέλυς:''' -ῠος, ἡ, [[χελώνα]], Λατ. [[testudo]]·<br /><b class="num">I.</b> [[έπειτα]], από [[τότε]] που ο [[Ερμής]] κατασκεύασε [[λύρα]], τεντώνοντας χορδές [[επάνω]] σε όστρακο χελώνας, η [[λέξη]] [[χέλυς]] έφτασε να σημαίνει [[λύρα]], σε Ομηρ. Ύμν., σε Ερμ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[κυρίως]] [[στήθος]], [[στέρνο]] από την [[ομοιότητα]] του σχήματός του με τη [[ράχη]] της χελώνας, σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:32, 31 December 2018
English (LSJ)
ῠος, ἡ,
A tortoise, h.Merc.33. 2 lyre (since Hermes made the first lyre by stretching strings on a tortoise's shell, which acted as a sounding-board), ib.25,153, Sapph.45, A.Fr.314; καθ' ἑπτάτονον ὀρείαν χ. E.Alc.448 (lyr.), cf. HF683 (lyr.). 3 the constellation Lyra, Arat.268. II arched breast, chest, from its like ness of shape to the back of a tortoise, Hp.Anat.1, E.El. 837; cf. χελώνιον 11. [ῡ in nom. and acc. sg., h.Merc.33,153; later ῠ, Call.Ap.16, Arat.268, Opp.H.5.404.] (Cf. OSlav. žely 'tortoise'.)
German (Pape)
[Seite 1348] υος, ἡ, = χελώνη, – 1) die Schildkröte, aus deren Schaale Hermes die erste Lyra verfertigte, H. h. Merc. 33; dah. die Lyra selbst, die aus der Schildkrötenschaale gemacht ist, ib. 25. 153; Aesch. frg. 318; καθ' ἑπτάτονον ὀρείαν χέλυν Eur. Alc. 449; Herc. F. 683; bes. der Schallboden, der gewölbte Theil, Philostr. Imagg. 1, 10. – 2) das Gewölbe, die Brust, Brusthöhle, in der die Lunge liegt, Hippocr., Eur. El. 837.
Greek (Liddell-Scott)
χέλυς: -ῠος, ἢ, = χελώνη, Λατ. lestudo· - ἀκολούθως, ἐπειδὴ ὁ Ἑρμῆς κατεσκεύασεν ἐκ τοῦ ὀστράκου χελώνης τὴν πρώτην λύραν ἐντείνας τὰς χορδὰς ἐπ’ αὐτοῦ, Ὕμν. Ὁμηρ. εἰς Ἑρμ. 33, ἡ λέξις χέλυς κατήντησε νὰ σημαίνῃ τὴν λύραν, ὡς τὸ Λατιν. testudo, αὐτόθι 25. 153, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 320· καθ’ ἑπτάτονον ὀρείαν χ. Εὐρ. Ἄλκ. 449, πρβλ. Ἡρ. Μαιν. 683. 2) ὁ ἀστερισμὸς τῆς Λύρας, Ἀρατ. 269. ΙΙ. τὸ κυρτὸν στῆθος ἢ στέρνον ἐκ τῆς ὁμοιότητος πρὸς τὴν ῥάχιν τῆς χελώνης, Ἱππ. 915Η, Εὐρ. Ἠλ. 837· πρβλ. χελώνιον ΙΙ. (Πρβλ. χελύνη, χελώνη, χέλυον· Σανσκρ. bar-mutas (testudo)· Σλαυ. zelŭvi, zel-vi (limax)). [Τὸ υ εἶναι πιθανῶς φύσει βραχύ, Καλλ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 16, Ἀππ. Ἀλ. 5. 404, Ἄρατ. 268· μακρὸν δὲ μόνον ἐν ἄρσει, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 33, 153, 242].
French (Bailly abrégé)
υος (ἡ) :
1 lyre, faite primit. avec une écaille de tortue;
2 partie bombée de la poitrine, sternum.
Étymologie: cf. χελώνη.
Greek Monolingual
-υος, η, ΝΑ
νεοελλ.
(λόγιος τ.) γένος μεγάλων υδρόβιων χελωνών, τυπικός εκπρόσωπος της οικογένειας χελυΐδες
αρχ.
1. η χελώνα («αἴολον ὄστρακον ἐσσί, χέλυς ὄρεσσι ζώουσα», Υμν. Ερμ.)
2. η λύρα με ηχείο από όστρακο χελώνας («ἑπτάτονον ὀρείαν χέλυν», Ευρ.)
3. το κοίλο μέρος της λύρας, το ηχείο
4. το κοίλωμα του θώρακα, στο οποίο βρίσκονται οι πνεύμονες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, ο τ. χέλυς, παράλληλα με έναν αμάρτυρο αρχικό σλαβ. τ. želũ- (πρβλ. αρχ. σλαβ. žely, želĭve, ρωσ. žolur), ανάγονται σε έναν ΙΕ τ. ghelū- με σημ. «χελώνα». Άλλοι σχηματισμοί από το ίδιο θ. είναι ο τ. χελύνη (< ghe-lūnā) με επίθημα -ύνη (πρβλ. κορ-ύνη) και ο τ. χελώνη (< ghelōunā) με μακρά δίφθογγο -ων- στο επίθημα -ώνη (πρβλ. ῥαστ-ώνη). Όσο για το σχήμα χέλυς: χελώνη πρβλ. και λατ. corvus: κορώνη. Κατ' άλλους, οι τ. χέλυς, χελώνη ανάγονται στη ρίζα του χεῖλος (πρβλ. και χελύνη [Ι]). Για τη σημασιολογική αιτιολόγηση αυτής της άποψης πρβλ. το ιταλ. διαλ. bezzuca «χελώνα» < γαλατ. beccus «ράμφος» (πρβλ. γαλλ. bec) + αμάρτυρο pĩts- «μύτη, κορυφή» (πρβλ. αγγλ. peak, γαλλ. pic), πιθ. λόγω του ότι η χελώνα έχει μυτερό σαγόνι. Λιγότερο πιθανή, τέλος, θεωρείται τόσο η αναγωγή τών τ. στην ΙΕ ρίζα ghel- «κίτρινος, πράσινος» και η σύνδεσή τους με τα χλόη και λατ. helvus «κοκκινωπός» όσο και η αναγωγή τους σε μια μη ΙΕ ρίζα. Στη Νέα Ελληνική απαντά ο τ. χελών < χελώνη (πρβλ. βελόνα < βελόνη)].
Greek Monotonic
χέλυς: -ῠος, ἡ, χελώνα, Λατ. testudo·
I. έπειτα, από τότε που ο Ερμής κατασκεύασε λύρα, τεντώνοντας χορδές επάνω σε όστρακο χελώνας, η λέξη χέλυς έφτασε να σημαίνει λύρα, σε Ομηρ. Ύμν., σε Ερμ., Ευρ.
II. κυρίως στήθος, στέρνο από την ομοιότητα του σχήματός του με τη ράχη της χελώνας, σε Ευρ.