ἰσορροπία: Difference between revisions
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
(5) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἰσορροπία:''' ἡ, [[ισορροπία]], [[ζύγιασμα]], σε Πλάτ. | |lsmtext='''ἰσορροπία:''' ἡ, [[ισορροπία]], [[ζύγιασμα]], σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἰσορροπία:''' ἡ равновесие ([[τῇς]] γῆς Plat.): ἐπὶ τῆς ἰσορροπίας μένειν Plut. = ἰσορροπεῖν. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A equipoise, equilibrium, Pl.Phd. 109a: metaph., ἰ. τοῦ χρόνου Agath.4.25.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσορροπία: ἡ, ὡς καὶ νῦν, τὸ ἔχειν ἴσην ῥοπὴν ἢ κλίσιν πρὸς ἑκάτερα τὰ μέρη, Πλάτ. Φαίδ. 109Α.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
équilibre.
Étymologie: ἰσόρροπος.
Greek Monolingual
η (ΑΜ ἰσορροπία) ισόρροπος
η κατάσταση δυνάμεων ίσης και αντίθετης ροπής, επομένως δυνάμεων που εξουδετερώνονται αμοιβαία («ισορροπία έλξης και αντίστασης»)
νεοελλ.
1. η κατάσταση του σώματος στο οποίο ενεργούν δυνάμεις που εξουδετερώνονται μοιβαία («ισορροπία ζυγού»)
2. η στάση του σώματος με στήριξη στο ένα πόδι, στα χέρια ή στο κεφάλι
3. ισότητα δύο ή περισσότερων αντίθετων τάσεων ή ομοειδών ποσοτήτων (α. «ισορροπία πολιτική» β. «ισορροπία οικονομική»)
4. φρ. «ισορροπία διανοητική» — υγιής διανοητική κατάσταση.
Greek Monotonic
ἰσορροπία: ἡ, ισορροπία, ζύγιασμα, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἰσορροπία: ἡ равновесие (τῇς γῆς Plat.): ἐπὶ τῆς ἰσορροπίας μένειν Plut. = ἰσορροπεῖν.