καθυγραίνω: Difference between revisions
νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν → they pushed the black ship up over the sand onto dry land and placed long beams under her
(18) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[καθυγραίνω]]) [[κάθυγρος]]<br />[[υγραίνω]] [[κάτι]] εντελώς, [[εμποτίζω]], [[μουσκεύω]] («τῆς δὲ χώρας ἡ πολλή συνηρεφὴς οὖσα... καὶ [[ἑλώδης]] ἀεὶ καθύγρανε αὐτούς», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>καθυγραίνομαι</i><br />[[σβήνω]] τη [[δίψα]] κάποιου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μεταβάλλω]] [[κάτι]] σε [[υγρό]], [[υγροποιώ]], [[ρευστοποιώ]] («τὰ σκληρότατα τῶν ὀστῶν ἐν τῆ κοιλίᾳ τήκειν καὶ καθυγραίνειν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για την [[κοιλιά]]) ανακουφίζομαι, [[ξαλαφρώνω]] («αἱ κοιλίαι καθυγραίνονται», Ιπποκρ.). | |mltxt=(AM [[καθυγραίνω]]) [[κάθυγρος]]<br />[[υγραίνω]] [[κάτι]] εντελώς, [[εμποτίζω]], [[μουσκεύω]] («τῆς δὲ χώρας ἡ πολλή συνηρεφὴς οὖσα... καὶ [[ἑλώδης]] ἀεὶ καθύγρανε αὐτούς», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>καθυγραίνομαι</i><br />[[σβήνω]] τη [[δίψα]] κάποιου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μεταβάλλω]] [[κάτι]] σε [[υγρό]], [[υγροποιώ]], [[ρευστοποιώ]] («τὰ σκληρότατα τῶν ὀστῶν ἐν τῆ κοιλίᾳ τήκειν καὶ καθυγραίνειν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για την [[κοιλιά]]) ανακουφίζομαι, [[ξαλαφρώνω]] («αἱ κοιλίαι καθυγραίνονται», Ιπποκρ.). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κᾰθῠγραίνω:''' <b class="num">1)</b> сильно увлажнять, мочить, т. е. разбавлять водой (τὸ [[ἔλαιον]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> размачивать, делать жидким, разжижать (τὰ σχληρότατα Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:28, 31 December 2018
English (LSJ)
A moisten well, Arist.Pr.863b23, Thphr.CP6.18.10, Plu.Luc.32:—Pass., Thphr.CP1.13.6; of the bowels, to be relaxed, Hp.Aph.4.27, etc. II liquefy, in Pass., Plu.2.953e.
German (Pape)
[Seite 1289] benetzen, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
καθυγραίνω: ὑγραίνω ἐντελῶς, Ἀριστ. Προβλ. 1, 39. Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 18, 10, Πλούτ.: - Παθ., Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 13, 6· ἐπὶ τῆς κοιλίας, τουτέοισιν αἱ κοιλίαι καθυγραίνονται, ἀνακουφίζονται, Ἱππ. Ἀφ. 1250, κτλ. ΙΙ. ὑγροποιῶ, εἰς ὑγρὸν μεταβάλλω, τὰ σκληρότατα τῶν ὀστῶν ἐν τῇ κοιλίᾳ τήκειν καὶ καθυγραίνειν Πλούτ. 2. 642C. - Παθ., παρὰ τῷ αὐτῷ 2. 953D.
French (Bailly abrégé)
liquéfier.
Étymologie: κατά, ὑγραίνω.
Greek Monolingual
(AM καθυγραίνω) κάθυγρος
υγραίνω κάτι εντελώς, εμποτίζω, μουσκεύω («τῆς δὲ χώρας ἡ πολλή συνηρεφὴς οὖσα... καὶ ἑλώδης ἀεὶ καθύγρανε αὐτούς», Πλούτ.)
μσν.
μέσ. καθυγραίνομαι
σβήνω τη δίψα κάποιου
αρχ.
1. μεταβάλλω κάτι σε υγρό, υγροποιώ, ρευστοποιώ («τὰ σκληρότατα τῶν ὀστῶν ἐν τῆ κοιλίᾳ τήκειν καὶ καθυγραίνειν», Πλούτ.)
2. (για την κοιλιά) ανακουφίζομαι, ξαλαφρώνω («αἱ κοιλίαι καθυγραίνονται», Ιπποκρ.).
Russian (Dvoretsky)
κᾰθῠγραίνω: 1) сильно увлажнять, мочить, т. е. разбавлять водой (τὸ ἔλαιον Arst.);
2) размачивать, делать жидким, разжижать (τὰ σχληρότατα Plut.).