οἰκονομέω: Difference between revisions

From LSJ

Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau

Menander, Monostichoi, 199
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''οἰκονομέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[οἰκονόμος]]),·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[διαχειρίζομαι]] σαν [[επιστάτης]], [[διοικώ]], [[διευθετώ]], [[ρυθμίζω]], σε Σοφ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., λέγεται για ποιητή, [[πραγματεύομαι]], [[χειρίζομαι]] ένα [[θέμα]], σε Αριστ., Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., είμαι [[επιστάτης]], [[οικονόμος]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''οἰκονομέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[οἰκονόμος]]),·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[διαχειρίζομαι]] σαν [[επιστάτης]], [[διοικώ]], [[διευθετώ]], [[ρυθμίζω]], σε Σοφ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., λέγεται για ποιητή, [[πραγματεύομαι]], [[χειρίζομαι]] ένα [[θέμα]], σε Αριστ., Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., είμαι [[επιστάτης]], [[οικονόμος]], σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''οἰκονομέω:''' <b class="num">1)</b> заведовать, управлять (τὴν οἰκίαν Plat.; θαλάμους πατρός Soph.; med. μεγίστοις πράγμασιν Plut.): τὰ οἰκονομούμενα Polyb. управление;<br /><b class="num">2)</b> полит. править, руководить ([[πολιτεία]] [[ὑπό]] τινος οἰκονομουμένη Arst.);<br /><b class="num">3)</b> (о художнике) обрабатывать (τὴν ὕλην Luc.).
}}
}}

Revision as of 07:01, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκονομέω Medium diacritics: οἰκονομέω Low diacritics: οικονομέω Capitals: ΟΙΚΟΝΟΜΕΩ
Transliteration A: oikonoméō Transliteration B: oikonomeō Transliteration C: oikonomeo Beta Code: oi)konome/w

English (LSJ)

   A manage as a house-steward, order, regulate, θαλάμους πατρός S.El.190 (lyr.) ; τὴν οἰκίαν Pl.Ly.209d ; τὰ ἴδια X.Mem.3.4.12, etc. ; τὸν ἴδιον βίον Euphro 4 ; ταῦτα (i.e. meats) Alex.110.20 ; ὄχλον Com.Adesp.119 :—Med., Arist.Oec.1343a23 : c. dat., ἄνθρωπος . . μεγίστοις -εῖται πράγμασιν Men.531.14.    2 dispense, Pl.Phdr. 256e ; disburse, SIG667.20 (Athens, ii B. C.).    3 treat a substance with another, πυρίτην ὀξάλμῃ Ps.-Democr.Alch.p.44 B. : metaph., of a poet, εἰ τὰ ἄλλα μὴ εὖ οἰ. treat, handle, Arist.Po.1453a29 ; so (in Med.) of an artist, οἰ. τὴν ὕλην Luc.Hist.Conscr.51 :—Pass., τὰ σκέμματα . . ᾠκονομήσθω Phld.D.3.8.    4 of public officers, administer, Plb.4.26.6, 4.67.9 :—Pass., πολιτεία ἀρίστη ἡ ὑπὸ τῶν ἀρίστων -ουμένη Arist.Pol.1288a34.    II intr., to be a house-steward, Ev.Luc.16.2.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκονομέω: κυβερνῶ ὡς οἰκονόμος, τακτοποιῶ, διευθετῶ, διοικῶ, διευθύνω, θαλάμους πατρὸς Σοφ. Ἠλ. 190· τὴν οἰκίαν Πλάτ. Λῦσ. 209D· τὰ ἴδια Ξεν. Ἀπομν. 3. 4, 12· τὸν ἴδιον βίον Εὔφρων ἐν «Διδύμοις» 1· ἀλλ’ ἐγὼ σοφῶς ταῦτ’ οἰκονομήσω (δηλ. τὰ ἐδέσματα) Ἄλεξις ἐν «Κρατεύᾳ» 1. 20· - Μέσ., Ἀριστ. Οἰκ. 1. 2, 2. 2) διανέμω, ἀπονέμω, παρέχω, Πλάτ. Φαῖδρ. 256Β. 3) μεταφορ., ἐπὶ ποιητοῦ, εἰς τὰ ἄλλα μὴ εὖ οἰκ., πραγματεύεται, διεξάγει, χειρίζεται, Ἀριστ. Ποιητ. 13, 10· οὕτως (ἐν τῷ μέσ. τύπῳ) ἐπὶ τεχνίτου, οἰκ. τὴν ὕλην Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 51. 4) οὕτως, ἐπὶ ἀρχόντων ἔθνους τινός, Πολύβ. 4. 26, 6 καὶ 67, 9. - Παθ., πολιτεία ἀρίστη ἡ ὑπὸ τῶν ἀρίστων οἰκονομουμένη Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 18, 1. ΙΙ. ἀμετάβ., εἶμαι οἰκονόμος, Εὐαγ. κ. Λουκ. ις΄, 2.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 diriger une maison, administrer les affaires d’une maison;
2 p. ext. diriger, gouverner, acc.;
Moy. οἰκονομέομαι-οῦμαι manier, travailler (la matière) acc..
Étymologie: οἰκονόμος.

English (Strong)

from οἰκονόμος; to manage (a house, i.e. an estate): be steward.

English (Thayer)

ὀικονόμω; (οἰκονόμος); to be a steward; to manage the affairs of a household: absolutely, to manage, dispense, order, regulate: Sophocles, Xenophon, Plato, Polybius, Josephus, Plutarch, others; 2 Maccabees 3:14.)

Greek Monotonic

οἰκονομέω: μέλ. -ήσω (οἰκονόμος),·
I. 1. διαχειρίζομαι σαν επιστάτης, διοικώ, διευθετώ, ρυθμίζω, σε Σοφ., Ξεν.
2. μεταφ., λέγεται για ποιητή, πραγματεύομαι, χειρίζομαι ένα θέμα, σε Αριστ., Λουκ.
II. αμτβ., είμαι επιστάτης, οικονόμος, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

οἰκονομέω: 1) заведовать, управлять (τὴν οἰκίαν Plat.; θαλάμους πατρός Soph.; med. μεγίστοις πράγμασιν Plut.): τὰ οἰκονομούμενα Polyb. управление;
2) полит. править, руководить (πολιτεία ὑπό τινος οἰκονομουμένη Arst.);
3) (о художнике) обрабатывать (τὴν ὕλην Luc.).