μέλημα: Difference between revisions
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
(5) |
(3) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μέλημα:''' -ατος, τό ([[μέλω]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[αντικείμενο]] φροντίδας, [[αγαπητός]], λέγεται για πρόσωπα, τοὐμὸν [[μέλημα]], όπως το mea [[cura]] του Βιργιλίου, σε Πίνδ.· ὦ φίλτατον [[μέλημα]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[υποχρέωση]], [[καθήκον]], στον ίδ., σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[έγνοια]], [[ανησυχία]], σε Αισχύλ., Θεόκρ. | |lsmtext='''μέλημα:''' -ατος, τό ([[μέλω]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[αντικείμενο]] φροντίδας, [[αγαπητός]], λέγεται για πρόσωπα, τοὐμὸν [[μέλημα]], όπως το mea [[cura]] του Βιργιλίου, σε Πίνδ.· ὦ φίλτατον [[μέλημα]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[υποχρέωση]], [[καθήκον]], στον ίδ., σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[έγνοια]], [[ανησυχία]], σε Αισχύλ., Θεόκρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μέλημα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> забота, попечение: μέλον [[πάλαι]] μ. μοι Soph. давнишняя моя забота;<br /><b class="num">2)</b> тревога, беспокойство (τί δέ σοι τὸ μ.; Theocr.): τῶν [[σῶν]] ἐπῶν μ. Aesch. тревога, внушенная твоими словами;<br /><b class="num">3)</b> предмет заботы, сокровище (φίλτατον Aesch.; χρυσοδαίδαλτον Arph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό, (μέλω)
A object of care, beloved object, darling, of persons, μ. τὦμον Sapph. 126, cf. Ar. Ec.972 (lyr.), Men. Pk.214; νέαισιν παρθένοισι μ. Pi. P.10.59; Χαρίτων μ. Id.Fr.95; Κύπριδος ib.217; ὦ φίλτατον μ. δώμασιν A. Ch.235; ὦ γραῦ, τῷ θανάτῳ μ. Ar. Ec.905 (lyr.). II charge, duty, A. Ag.1551 (anap.); μέλον πάλαι μ. μοι S. Ph.150 (lyr.). 2 care, anxiety, A. Eu.444, Theoc.14.2, etc.
German (Pape)
[Seite 122] τό, das, wofür man Sorge trägt, Gegenstand der Fürsorge u. Pflege, νέαις μέλημα παρθένοισι, der geliebte Gegenstand, Pind. P. 10, 59, wie μέλημα κλεπτόμενον Κύπριδος, frg. 237; so Aesch. ὦ φίλτατον μέλημα δώμασιν πατρός, Ch. 233, wie bei Ar. ein Jüngling die Geliebte nennt ὦ χρυσοδαίδαλτον ἐμὸν μέλημα, Eccl. 972, u. komisch ein altes Weib τῷ θανάτῳ μέλημα heißt, ib. 994; πάλαι μέλημά μοι λέγεις, τὸ σὸν φρουρεῖν ὄμμα, Soph. Phil. 150, was mir schon lange ein Gegenstand der Sorge war. – Die Sorge, τῶν σῶν ἐπῶν μέλημ' ἀφαιρήσω μέγα, Aesch. Eum. 422, vgl. Ag. 1530; τί δέ σοι τὸ μέλημα, Theocr. 14, 2; Anacr. oft, u. a. sp. D.; auch in Prosa, Luc. Rhet. praec. 14.
Greek (Liddell-Scott)
μέλημα: τό, (μέλω) τὸ περὶ οὗ φροντίζει τις καὶ ὃ φιλεῖ, τὸ ἀγαπητὸν καὶ πεφιλημένον πρόσωπον ἢ πρᾶγμα, ἐπὶ προσώπων, τοὐμὸν μέλ., ὡς τὸ τοῦ Οὐεργιλίου, mea cura, Σαπφὼ 105· νέαις μ. παρθένοις Πινδ. Π. 10. 93· Χαρίτων μ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 63· Κύπριδος αὐτόθι 237· ὦ φίλτατον μ. δώμασιν Αἰσχύλ. Χο. 235· ὦ γραῦ, τῷ θανάτῳ Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 905, πρβλ. 972. ΙΙΙ. χρέος, καθῆκον, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1549· μέλον πάλαι μέλημά μοι λέγεις Σοφ. Φιλ. 150. 2) φροντίς, μέριμνα, ἀνησυχία, Αἰσχύλ. Εὐμ. 444, Θεόκρ. 14, 2, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 objet de soin, de sollicitude;
2 en parl. de pers. être cher, cause de sollicitude ; charge, devoir, soin, sollicitude, souci.
Étymologie: μέλει.
English (Slater)
μέλημα
a care γλυκύ τι κλεπτόμενον μέλημα Κύπριδος. fr. 217.
b object of care ; of people, darling τὸν Ἱπποκλέαν ἔτι καὶ μᾶλλον σὺν ἀοιδαῖς ἕκατι στεφάνων θαητὸν ἐν ἅλιξι θησέμεν ἐν καὶ παλαιτέροις, νέαισίν τε παρθένοισι μέλημα (P. 10.59) σεμνᾶν Χαρίτων μέλημα τερπνόν (sc. Πάν) fr. 95. 4.
Greek Monolingual
το (ΑM μέλημα μέλω
1. αντικείμενο μελέτης και φροντίδας, αυτό για το οποίο μεριμνά κάποιος (α. «νέαισίν τε παρθένοισι μέλημα», Πίνδ.
β. «το μόνο μέλημά του ήταν η εξυπηρέτηση του συμφέροντος της πολιτείας»)
2. μέριμνα, φροντίδα
αρχ.
1. χρέος, υποχρέωση, καθήκον (οὐ σὲ προσήκει τὸ μέλημ' ἀλέγειν τοῡτο», Αισχύλ.)
2. έγνοια, ανησυχία
3. (για πρόσωπα) αντικείμενο της αγάπης κάποιου.
Greek Monotonic
μέλημα: -ατος, τό (μέλω),·
I. αντικείμενο φροντίδας, αγαπητός, λέγεται για πρόσωπα, τοὐμὸν μέλημα, όπως το mea cura του Βιργιλίου, σε Πίνδ.· ὦ φίλτατον μέλημα, σε Αισχύλ.
II. 1. υποχρέωση, καθήκον, στον ίδ., σε Σοφ.
2. έγνοια, ανησυχία, σε Αισχύλ., Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
μέλημα: ατος τό1) забота, попечение: μέλον πάλαι μ. μοι Soph. давнишняя моя забота;
2) тревога, беспокойство (τί δέ σοι τὸ μ.; Theocr.): τῶν σῶν ἐπῶν μ. Aesch. тревога, внушенная твоими словами;
3) предмет заботы, сокровище (φίλτατον Aesch.; χρυσοδαίδαλτον Arph.).