πίσσα: Difference between revisions
Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund
(6) |
(3b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πίσσᾰ:''' Αττ. πίττᾰ, ἡ, [[πίσσα]], Λατ. [[pix]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.· παροιμ., [[ἄρτι]] [[μῦς]] πίττης γεύεται, δηλ. παίρνει την πρώτη [[γεύση]] της δυστυχίας, σε Δημ. | |lsmtext='''πίσσᾰ:''' Αττ. πίττᾰ, ἡ, [[πίσσα]], Λατ. [[pix]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.· παροιμ., [[ἄρτι]] [[μῦς]] πίττης γεύεται, δηλ. παίρνει την πρώτη [[γεύση]] της δυστυχίας, σε Δημ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πίσσᾰ:''' атт. πίττᾰ ἡ смола Hom., Aesch., Her.: [[μελάντερος]] [[ἠΰτε]] π. Hom. черный как смола; [[ἄρτι]] [[μῦς]] πίττης γεύεται погов. Dem. и вот мышь вкушает смолу, т. е. наступают черные дни. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:08, 31 December 2018
English (LSJ)
Att. πίττᾰ, ἡ,
A pitch, Il.4.277, Hdt.4.195, Call.Hec.1.4.4, etc.: gen. pl. written πισᾶν IG42(1).102.278 (Epid., iv B. C.); but sg. πίσσας ib.238,240: distd. as π. ὠμή and ἑψηθεῖσα, Thphr.HP3.9.2, cf. Plb.5.89.6, Hp.Mul.1.37; π. ὑγρά raw pitch, Dsc.1.72.1, PLond. 3.1171.11; opp. ξηρά, Dsc.1.72.5, PLond.3.929.66, SIG1171.14 (Lebena), cf. παλίμπισσα; ὀρὸς πίσσης, = πίσσανθος, Hp.Ulc.12: prov., μελάντερον ἠΰτε πίσσα Il.l.c.; ἄρτι μῦς πίττης γεύεται, i.e. he has got the first taste of misery, D.50.26, cf. Theoc.14.51; πέπονθα . . ὄσσα κἡμ πίσσῃ μῦς Herod.2.62. II resin, used for treating winejars, PCair.Zen.481 (iii B. C.). (Cf. Lat. pix.)
German (Pape)
[Seite 619] ἡ, att. -ττα, Pech, hartes u. flüssiges, auch Theer; μελάντερον ήΰτε πίσσα, Il. 4, 277, wie wir »pechschwarz« sagen, Aesch. frg. 175; u. in Prosa, Thuc. u. Folgde, ἄρτι μῦς πίττης γεύεται, Dem. 50, 26, sprichwörtlich, nun kommen die Nachwehen; vgl. Diogen. 2, 64. ἐπὶ τῶν νεωστὶ πεῖραν, τῶν κακῶν λαμβανόντων, Theocr. 11. 51.
Greek (Liddell-Scott)
πίσσᾰ: Ἀττ. πίττᾰ, ἡ, (ἴδε ἐν λ. πεύκη), ὡς καὶ νῦν, πίσσα Λατ. pix, Ἰλ. Δ. 277, Ἡρόδ. 4. 195, κτλ.˙ διακρίνεται εἰς πίσσαν ὠμὴν καὶ ἑφθήν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 9, 2, Πολύβ. 5. 89, 6, ἐν παραβολῇ πρὸς Ἱππ. 605. 35˙ ἡ ὠμὴ πίσσα ἐκαλεῖτο καὶ ὑγρά, Διοσκ. 1. 94. ἡ δὲ ἑφθὴ ξηρὰ ἢ παλίμπισσα, αὐτόθι 97˙ ― παροιμ., μελάντερον ἠΰτε πίσσα (ἴδε ἐν λ. ἠΰτε) Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ.˙ ἄρτι μῦς πίττης γεύεται, δηλ. λαμβάνει πεῖραν τῆς δυστυχίας, Δημ. 1215. 10, Θεόκρ. 14. 51.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
poix.
Étymologie: p. *πίτjα de πίτυς ; cf. lat. pix.
English (Autenrieth)
Spanish
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και αττ. τ. πίττα Α
νεοελλ.
1. (φαρμ.) προϊόν ξηράς απόσταξης ξύλου αρκεύθου ή ξύλου πεύκου ή, ακόμη, και γαιάνθρακα, που χρησιμοποιείται είτε αυτούσιο, είτε σε λοσιόν είτε σε αλοιφή για την αντισηπτική, κερατολυτική και επουλωτική του δράση, καθώς και ως απολυμαντικό και παρασιτοκτόνο
2. φρ. α) «μαύρος πίσσα» — πολύ μαύρος
β) «σκοτάδι πίσσα» — βαθύ απόλυτο σκοτάδι
νεοελλ.-μσν.
το μαύρο ή καφέ σκούρο υπόλειμμα της απόσταξης της λιθανθρακόπισσας, της ξυλόπισσας ή λιπών, λιπαρών οξέων και λιπαρών ελαίων
αρχ.
1. η ξυλόπισσα
2. ρητίνη την οποία χρησιμοποιούσαν για την επάλειψη της εσωτερικής επιφάνειας τών βαρελιών κρασιού
3. φρ. α) «πίσσα ὠμή» — ξυλόπισσα που δεν έχει υποστεί κατεργασία
β) «ὑγρά πίσσα» — κατεργασμένη ξυλόπισσα σε ρευστή κατάσταση
γ) «ὀρὸς πίσσης» — πίσσανθος
4. παροιμ. φρ. α) «πάσχω ὅσσα μῡς ἐν πίσσῃ.» — υποφέρω πάρα πολλά δεινά
β) «ἄρτι μῡς πίττης γεύεται» — λεγόταν για εκείνον που είχε υποστεί πρόσφατα πολλά δεινά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πίσσα συνδέεται με το αρχ. όνομα της λατινικής pix, picis «πίσσα» (< IE piq-, πρβλ. ρωσ. pikŭlŭ, αρχ. σλαβ. picilŭ), που είναι δάνειο από τη Γερμανική. Η λ. έχει σχηματιστεί με επίθημα -ya (πρβλ. κίσσα, νήσσα, γλώσσα)].
Greek Monotonic
πίσσᾰ: Αττ. πίττᾰ, ἡ, πίσσα, Λατ. pix, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.· παροιμ., ἄρτι μῦς πίττης γεύεται, δηλ. παίρνει την πρώτη γεύση της δυστυχίας, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
πίσσᾰ: атт. πίττᾰ ἡ смола Hom., Aesch., Her.: μελάντερος ἠΰτε π. Hom. черный как смола; ἄρτι μῦς πίττης γεύεται погов. Dem. и вот мышь вкушает смолу, т. е. наступают черные дни.