ἐντυχία: Difference between revisions

From LSJ

πατρὶς γάρ ἐστι πᾶσ' ἵν' ἂν πράττῃ τις εὖ → homeland is where life is good | homeland is where it is good | ubi bene, ibi patria

Source
(12)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐντυχία]], η (AM)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[συνάντηση]], [[συνέντευξη]]<br /><b>2.</b> [[έκκληση]], [[αίτηση]], [[παράκληση]]<br /><b>3.</b> [[αντιδικία]] ή [[κατηγορία]], [[μήνυση]]<br /><b>4.</b> [[δέηση]]<br /><b>5.</b> <b>(ειδ.)</b> [[δέηση]] [[προς]] τον θεό για να τιμωρήσει τον άδικο<br /><b>6.</b> [[λίβελλος]]<br /><b>7.</b> [[μεσολάβηση]], [[μεσιτεία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ομιλία]], [[συνομιλία]]<br /><b>2.</b> [[άσκηση]], [[τριβή]]<br /><b>3.</b> <b>πληθ.</b> πρακτικά δικαστικών ετυμηγοριών.
|mltxt=[[ἐντυχία]], η (AM)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[συνάντηση]], [[συνέντευξη]]<br /><b>2.</b> [[έκκληση]], [[αίτηση]], [[παράκληση]]<br /><b>3.</b> [[αντιδικία]] ή [[κατηγορία]], [[μήνυση]]<br /><b>4.</b> [[δέηση]]<br /><b>5.</b> <b>(ειδ.)</b> [[δέηση]] [[προς]] τον θεό για να τιμωρήσει τον άδικο<br /><b>6.</b> [[λίβελλος]]<br /><b>7.</b> [[μεσολάβηση]], [[μεσιτεία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ομιλία]], [[συνομιλία]]<br /><b>2.</b> [[άσκηση]], [[τριβή]]<br /><b>3.</b> <b>πληθ.</b> πρακτικά δικαστικών ετυμηγοριών.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐντῠχία:''' ἡ Polyb., Plut. = [[ἔντευξις]].
}}
}}

Revision as of 07:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐντῠχία Medium diacritics: ἐντυχία Low diacritics: εντυχία Capitals: ΕΝΤΥΧΙΑ
Transliteration A: entychía Transliteration B: entychia Transliteration C: entychia Beta Code: e)ntuxi/a

English (LSJ)

ἡ, =

   A conversation, intercourse, Plu.2.67c,582e.    2 meeting, Plb.6.11a.4; interview, πρός τινα Aristeas 1.    II petition, PTeb.61(b).26 (ii B. C.), LXX 3 Ma.6.40, J.AJ16.9.4, Heph.Astr.3.20, Seren. ap. Stob.3.13.48; prayer, ἐ. πρὸς ἥλιον PMag.Par.1.1930, cf.PMag.Leid.W.4.10.    III pl., records of verdicts, etc., Lyd.Mag.3.8.

German (Pape)

[Seite 859] ἡ, = ἔντευξις, Gespräch, Plut. de gen. Socr. 13; Anklage, Seren. Stob. flor. 13, 28, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

ἐντῠχία: ἡ, = ἔντευξις, συνέντευξις, ὁμιλία, διάλεξις, Πλούτ. 2. 67C, 582Ε· - ἐν βίῳ Φωκίωνος 5, ὁ Κοραῆς ἀναγινώσκει ἐντυχήμασι ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας (ἴδε Πλουτ. Παραλλ. τ. 5. σ. 313, ἔκδ. Κοραῆ). ΙΙ. τὸ μεσιτεύειν ὑπέρ τινος, μεσολάβησις, ὑπερέντευξις, Ἑβδ. (Γ΄ Μακκ. ϛ΄, 404). ΙΙΙ. ἀντιδικίακατηγορία, Σερῆνος παρὰ Στοβ. 13. 28, Ἰωάν. Λυδ. περὶ Ἀρχ. Πολ. 3. 8, κλ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
rencontre, entretien.
Étymologie: ἐντυγχάνω.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
I encuentro, ἀρχή τε γὰρ ἐντυχίας primer momento de encuentro Clearch.25, cf. Plb.6.11a.4, Plu.2.582e, 67c, Themist.Ep.1, ἱκετευτικὴ ἐ. Eust.1262.29
de donde entrevista, conversación, charla I.AI 16.336, ἐ. πρὸς Ἐλεάζαρον Aristeas 1, αἱ ἐντυχίαι τῶν πρωσώπων Eust.648.2, ἐν ταῖς ἐντυχίαις ... πολλὰ διελθὼν καὶ μακρῶς Stob.2.7.20.
II 1petición, solicitud, apelación, queja c. dist. giros prep. τὴν ἐντυχίαν ἐποιήσαντο περὶ τῆς ἀπολύσεως αὐτῶν LXX 3Ma.6.40, πρὸς αὐτὸν Καίσαρα τὴν ἐντυχίαν ποιησάμενος I.AI 16.299, cf. Heph.Astr.3.20.2, Seren. en Stob.3.13.48, c. κατά y gen. ἡ ἐ. κατὰ τῶν οἰκοδομησαμένων Chrys.M.55.238, en cont. admin., esp. en pap. PTeb.61(b).26, cf. PLips.145.23 (ambos II a.C.), καθ' οὗ καὶ πλείστας ἐντυχίας καὶ ἐπιδόσεις ἀναφορῶν ἐποιησάμεθα PRyl.119.29 (I d.C.), cf. PEuphr.2.12 (III d.C.), PSI 451.9 (IV d.C.).
2 plegaria, oración, súplica dirigida a la divinidad ἐντυχία πρὸς Ἥλιον PMag.4.1930, cf. 13.136, ἐντυχίαν ... ποιεῖσθαι πρὸς τὸν Θεὸν περὶ τοῦ ἰδίου βίου Eus.M.23.232C, cf. Ath.Al.M.27.25D, Iambl.Myst.3.13, Ast.Soph.Hom.6.12, Corp.Herm.Fr.23.63.
III admin. y jur., plu. archivos de veredictos, Lyd.Mag.3.8.

Greek Monolingual

ἐντυχία, η (AM)
αρχ.-μσν.
1. συνάντηση, συνέντευξη
2. έκκληση, αίτηση, παράκληση
3. αντιδικία ή κατηγορία, μήνυση
4. δέηση
5. (ειδ.) δέηση προς τον θεό για να τιμωρήσει τον άδικο
6. λίβελλος
7. μεσολάβηση, μεσιτεία
αρχ.
1. ομιλία, συνομιλία
2. άσκηση, τριβή
3. πληθ. πρακτικά δικαστικών ετυμηγοριών.

Russian (Dvoretsky)

ἐντῠχία: ἡ Polyb., Plut. = ἔντευξις.