μεταβουλεύω: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μεταβουλεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[τροποποιώ]] τα σχέδιά μου, [[αλλάζω]] τις απόψεις μου, σε Ομήρ. Οδ.· κοινώς όμως ως αποθ. <i>μεταβουλεύομαι</i>, σε Ηρόδ., Ευρ.· [[μεταβουλεύω]] [[στράτευμα]] μὴ ἄγειν ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα, αλλάζει [[γνώμη]] και δεν εκστρατεύει, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''μεταβουλεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[τροποποιώ]] τα σχέδιά μου, [[αλλάζω]] τις απόψεις μου, σε Ομήρ. Οδ.· κοινώς όμως ως αποθ. <i>μεταβουλεύομαι</i>, σε Ηρόδ., Ευρ.· [[μεταβουλεύω]] [[στράτευμα]] μὴ ἄγειν ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα, αλλάζει [[γνώμη]] και δεν εκστρατεύει, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''μεταβουλεύω:''' преимущ. med. решать по-другому, перерешать, принимать иное решение (μ. [[ἄλλως]] [[ἀμφί]] τινι Hom.): μεταβουλεύσασθαι [[ὥστε]] [[αὐτοῦ]] μενέειν Her. переменить свое решение и остаться здесь; ἀλλὰ μεταβουλευσόμεσθα Eur. но мы можем и переменить решение.
}}
}}