σηκός: Difference between revisions
κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν → carry a thunderbolt on his tongue
(6) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σηκός:''' Δωρ. σᾱκός, <i>ὁ</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[στάβλος]], [[μάντρα]], [[μαντρί]], [[στάνη]], περιφραγμένος [[χώρος]], όπου φυλάσσονται αρνάκια, κατσικάκια, μοσχαράκια, σε Όμηρ., Ησίοδ.· <i>σηκὸς δράκοντος</i>, η [[σπηλιά]] του δράκοντα, σε Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[ιερός]] [[περίβολος]], ναΐσκος, [[άδυτο]], σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[τάφος]], [[τόπος]] ταφής, [[νεκροταφείο]], σε Σιμων.<br /><b class="num">III.</b> [[κορμός]] (που έχει κοιλώματα) γηραιού ελαιοδέντρου, [[κουφάλα]] γέρικης [[ελιάς]], σε Λυσ. | |lsmtext='''σηκός:''' Δωρ. σᾱκός, <i>ὁ</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[στάβλος]], [[μάντρα]], [[μαντρί]], [[στάνη]], περιφραγμένος [[χώρος]], όπου φυλάσσονται αρνάκια, κατσικάκια, μοσχαράκια, σε Όμηρ., Ησίοδ.· <i>σηκὸς δράκοντος</i>, η [[σπηλιά]] του δράκοντα, σε Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[ιερός]] [[περίβολος]], ναΐσκος, [[άδυτο]], σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[τάφος]], [[τόπος]] ταφής, [[νεκροταφείο]], σε Σιμων.<br /><b class="num">III.</b> [[κορμός]] (που έχει κοιλώματα) γηραιού ελαιοδέντρου, [[κουφάλα]] γέρικης [[ελιάς]], σε Λυσ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σηκός:''' ὁ<b class="num">1)</b> загон, стойло, хлев (σηκοὶ ἀρνῶν ἠδ᾽ ἐριφῶν Hom.);<br /><b class="num">2)</b> логово, пещера (δράκοντος Eur.);<br /><b class="num">3)</b> жилье (ἐν [[ὄρει]] Plat.);<br /><b class="num">4)</b> гнездо (sc. τῶν περδίκων Arst.);<br /><b class="num">5)</b> святилище, храм (σ. [[ἄβατος]] Eur.);<br /><b class="num">6)</b> гробница, могила (sc. Θησέως Plut.);<br /><b class="num">7)</b> ограда вокруг (священной) маслины Lys. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:33, 31 December 2018
English (LSJ)
(neut. pl. σῆκα (q.v.) as Adv.), Dor.σᾱκός (IG42(1).102.29 (Epid., iv B.C.)), ὁ,
A pen, fold, esp. for rearing lambs, kids, calves, Od. 9.219,227,319,439, 10.412, Il.18.589, Hes.Op.787; εἰς τὸν σ. οἴσουσιν, metaph. of young children, Pl.R.460c; σηκὸν νομίζειν τὸ τεῖχος Id.Tht.174e; σ. δράκοντος the dragon's den, E.Ph.1010; οἱ πέρδικες δύο ποιοῦνται τῶν ᾠῶν σ. nests, Arist.HA564a21. II sacred enclosure, precinct, Hdt.4.62 (v.l.), S.Ph.1328, E. (v. infr.), IGl.c., SIG247 K1 1155 (Delph., iv B.C.), Maiist.23, LXX 2 Ma.14.33; ὁ σ. τοῦ ἱεροῦ OGI 702.4 (Egypt, ii A.D.): acc. to Ammon.Diff.p.94 V. (cf. Call.Fr.38P. (ap. Sch.Oxy.Th.2.17), Plu.Cim.8, Epigr.Gr.781.7 (Cnidus)), the σηκός was sacred to a hero, the ναός to a god, a distinction not observed (v. Poll.1.6) by the Poets, cf. Trag.Adesp.424, E.Ph.1751 (lyr.), Rh.501, with Ion 300, etc. 2 sepulchre, burial-place, enclosed and consecrated, ἀνδρῶν ἀγαθῶν ὅδε σ. Simon.4.6, cf. TAM 2(1).207.6, 208.7 (Sidyma). 3 library building, Gal.15.24 (pl.). 4 bedroom, σ. ἐπίπεδος Aret.CA2.2. III stump of an old olive-tree, περὶ τοῦ σ., title of speech by Lysias. IV weight, in the balance, Eust.1625.26.
German (Pape)
[Seite 873] ὁ, 1) der Stall, ein eingepferchter Ort, die Hürde, bes. für Schaafe u. Ziegen; Hom. vrbdt σταθμούς τε κλισίας τε κατηρεφέας ἰδὲ σηκούς, Il. 18, 589; στείνοντο δὲ σηκοὶ ἀρνῶν ἠδ' ἐρίφων, Od. 9, 219, u. öfter; ποιμνήιος, Hes. O. 783; Eubul. bei Ath. II, 43 c. – Uebh. Wohnung, Lager für Menschen u. Thiere, σηκὸν ἐς μελαμβαθῆ δράκοντος, Eur. Phoen. 1017; σηκὸν ἐν ὄοει τὸ τεῖχος περιβεβλημένον, Plat. Theaet. 174, e; ᾠῶν, Vogelnest, Arist. H. A. 6, 8. – 2) nach den VLL. ὁ ἐνδότερος οἶκος τοῦ ναοῦ, ein eingeschlossener, heiliger Ort; nach Ammon. den Heroen od. Halbgöttern, wie ναός den Göttern geweiht, welchen Unterschied die Dichter wenigstens nicht festhalten, Soph. Phil. 1312; εἰς ᾿Αθηνᾶς σηκὸν μολών, Eur. Rhes. 501; σηκοῖς ἐνστρέφει Τροφωνίου, Ion 300; vgl. auch Plut. Cim. 8 u. Luc. amor. 14. – 3) der hohle Stamm eines nicht mehr tragenden Oelbaumes, Suid. erkl. στέλεχος, vgl. Lys. orat. 7, Περὶ σηκοῦ, worin es sich nach Harpocr. περὶ ἐλαίας ὲκκοπείσης handelt. Andere erkl. ἐλαία πολύκλαδος, B. A. 304; nach Harpocr. = μορία, was man vgl. – Nach Eust. auch wie σήκωμα, Gewicht.
Greek (Liddell-Scott)
σηκός: Δωρ. σᾱκός, ὁ, μάνδρα, μέρος περίφρακτον ἰδίᾳ χρήσιμον πρὸς περιποίησιν ἀμνῶν, ἐριφίων, μόσχων, Ὀδ. Ι. 219, 227, 439, Κ. 412, πρβλ. Ἰλ. Σ. 589, Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 785· εἰς τὸν σ. φέρειν, μεταφορ., ἐπὶ νέων τέκνων, Πλάτ. Πολ. 460C· σηκὸν νομίζειν τὸ τεῖχος Πλάτ. Θεαίτ. 174Ε· σ. δράκοντος, τὸ σπήλαιον τοῦ δράκοντος, Εὐρ. Φοίν. 1010, πρβλ. 931· οἱ πέρδικες δύο ποιοῦνται τῶν ᾠῶν σηκούς, φωλεούς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 8, 4. ΙΙ. ἱερὸς περίβολος, ἱερόν, ναΐσκος, Σοφ. Φιλ. 1328, Εὐρ. (ἴδε κατωτ.), διάφ. γραφ. Ἡρόδ. 4. 62· - κατὰ τὸν Ἀμμώνιον ὁ σηκὸς ἦτο ἱερὸν ἥρωος, ἡρῷον, ὁ δὲ ναὸς θεοῦ, - ἀλλὰ τὴν διάκρισιν ταύτην δὲν τηροῦσιν οἱ ποιηταί, πρβλ. Εὐρ. Φοιν. 1753, Ρῆσ. 501, πρὸς τὸν Ἴωνα 300, κτλ., καὶ ἴδε Valck. εἰς Ἡρόδ. 6. 19. 2) τάφος, κοιμητήριον περίκλειστον καὶ καθιερωμένον, ἀνδρῶν ἀγαθῶν ὅδε σακὸς Σιμωνίδ. 5. 6, πρβλ. Τραγικ. Ἀποσπ. ᾨδ. σ. 137 Nauck, Πλουτ. Κίμ. 8, Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 781. 7, Συλλ. Ἐπιγρ. 4264, -65, -66c, κ. ἀλλ. ΙΙΙ. ὁ κοῖλος κορμὸς παλαιᾶς ἐλαίας, ἴδε Λυσίου Περὶ τοῦ σηκοῦ. IV. βάρος, σταθμίον τι ἐν τῇ πλάστιγγι, «βαρῦδι», Εὐστ. 1625. 26. (Πρβλ. τὸ Λατ. saep-es, saep-io).
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
lieu clos, d’où
1 parc d’animaux (bergerie, étable, etc.);
2 enceinte sacrée ; particul. lieu de sépulture consacré, ou palissade dont on entourait un olivier devenu stérile et, p. suite, consacré.
Étymologie: cf. lat. sepes, sepio.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σακός Α
(στην αρχ. Ελλ.) ο κυρίως ναός, δηλαδή ο χώρος του ναού εκτός από τη στοά, όπου βρισκόταν το άγαλμα του θεού («τόνδε τοῡ θεοῡ σηκὸν εἰς πεδίον ποιήσω», ΠΔ)
νεοελλ.
κοίλωμα σε τοίχο για την τοποθέτηση αγάλματος ή αγγείου
μσν.
μέτρο βάρους πλάστιγγας, βαρίδι
αρχ.
1. μάντρα, περίφρακτος χώρος, ιδίως για τον σταβλισμό των ζώων
2. (σχετικά με πτηνά) φωλιά όπου βρίσκονται οι νεοσσοί («οἱ πέρδικες δύο ποιοῡνται τῶν ᾠῶν σηκούς», Αριστοτ.)
3. κοιτώνας
4. κοίλος κορμός παλιάς ελιάς
5. φρ. α) «Περὶ τοῡ Σηκοῡ» — τίτλος έργου του Λυσίου
β) «σηκὸς δράκοντος» — σπήλαιο δράκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι ο τ. σᾱκός / σηκός πρέπει να συνδεθεί με την οικογένεια του σάττω. Η μσν. σημ. του τ. σηκός «βαρίδι ζυγαριάς» έχει προέλθει υποχωρητικά από τη σημ. του ρ. σηκῶ, -όω «ζυγίζω»].
Greek Monotonic
σηκός: Δωρ. σᾱκός, ὁ·
I. στάβλος, μάντρα, μαντρί, στάνη, περιφραγμένος χώρος, όπου φυλάσσονται αρνάκια, κατσικάκια, μοσχαράκια, σε Όμηρ., Ησίοδ.· σηκὸς δράκοντος, η σπηλιά του δράκοντα, σε Ευρ.
II. 1. ιερός περίβολος, ναΐσκος, άδυτο, σε Σοφ., Ευρ.
2. τάφος, τόπος ταφής, νεκροταφείο, σε Σιμων.
III. κορμός (που έχει κοιλώματα) γηραιού ελαιοδέντρου, κουφάλα γέρικης ελιάς, σε Λυσ.
Russian (Dvoretsky)
σηκός: ὁ1) загон, стойло, хлев (σηκοὶ ἀρνῶν ἠδ᾽ ἐριφῶν Hom.);
2) логово, пещера (δράκοντος Eur.);
3) жилье (ἐν ὄρει Plat.);
4) гнездо (sc. τῶν περδίκων Arst.);
5) святилище, храм (σ. ἄβατος Eur.);
6) гробница, могила (sc. Θησέως Plut.);
7) ограда вокруг (священной) маслины Lys.