ἀνακεφαλαιόω: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep

Gnomologium Vaticanum, 446
(2)
(1)
Line 13: Line 13:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνακεφᾰλαιόω:''' ,μέλ. <i>-ώσω</i>, [[συνοψίζω]] ένα [[επιχείρημα]] — Παθ., συγκεφαλαιώνομαι, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''ἀνακεφᾰλαιόω:''' ,μέλ. <i>-ώσω</i>, [[συνοψίζω]] ένα [[επιχείρημα]] — Παθ., συγκεφαλαιώνομαι, σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνακεφᾰλαιόω:''' <b class="num">1)</b> собирать вместе, объединять: ἐν τῷ λόγῳ τοῦτῳ ἀνακεφαλαιοῦσθαι NT содержаться в следующих словах;<br /><b class="num">2)</b> med. сводить воедино (ἀνακεφαλαιώσασθαι πρὸς ἀνάμνησιν Arst.).
}}
}}

Revision as of 09:40, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 191] die Hauptpunkte zusammenfassen, sie wiederhvien, um, wie das gewöhnlich geschieht, damit die Rede zu schließen, Dion. Hal.; zu einem Ganzen, einem Hauptpunkt vereinigen, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνακεφᾰλαιόω: συγκεφαλαιῶ τὸ ἐπιχείρημα, ἐπὶ ῥήτορος, Διον. Ἁλ. περὶ Λυσίου 9· οὕτως ἐν μέσ. φωνῇ, ἀν. πρὸς ἀνάμνησιν Ἀριστ. Ἀποσπ. 123. - Παθ., συγκεφαλαιοῦμαι, ἐν τῷ λόγῳ τούτῳ Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. ιγ΄, 9.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 récapituler;
2 prendre en bloc, rassembler NT;
Moy. ἀνακεφαλαιόομαι-οῦμαι récapituler.
Étymologie: ἀνά, κεφαλαιόω.

English (Thayer)

(ῶ: (present passive ἀνακεφαλαιοῦμαι; 1st aorist middle infinitive ἀνακεφαλαιώσασθαι); (from κεφαλαιόω, which see, and this from κεφάλαιον which see); to sum up (again), to repeat summarily and so to condense into a summary (as, the substance of a speech; Quintilian 6.1 ' rerum repetitio et congregatio, quae graece ἀνακεφαλαίωσις dicitur' (ἔργον ῥητορικῆς ... ἀνακεφαλαιώσασθαι πρός ἀνάμνησιν, Aristotle, fragment 123, vol. v., p. 1499{a}, 33)); so in ἀνακεφαλαιώσασθαι τά πάντα ἐν τῷ Χριστῷ, to bring together again for himself (note the middle) all things and beings (hitherto disunited by sin) into one combined state of fellowship in Christ, the universal bond (cf. Meyer or Ellicott on Ephesians , the passage cited); (Protevangelium Jacobi 13εἰς ἐμέ ἀνεκεφαλαιώθη ἡ ἱστορία Ἀδάμ, where cf. Thilo).

Greek Monotonic

ἀνακεφᾰλαιόω: ,μέλ. -ώσω, συνοψίζω ένα επιχείρημα — Παθ., συγκεφαλαιώνομαι, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ἀνακεφᾰλαιόω: 1) собирать вместе, объединять: ἐν τῷ λόγῳ τοῦτῳ ἀνακεφαλαιοῦσθαι NT содержаться в следующих словах;
2) med. сводить воедино (ἀνακεφαλαιώσασθαι πρὸς ἀνάμνησιν Arst.).