μαγεύω: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck

Menander, Monostichoi, 437
(5)
(3)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μᾰγεύω:''' ([[Μάγος]]), μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">I.</b> είμαι [[μάγος]], [[χρησιμοποιώ]] μαγικά τεχνάσματα, σε Πλούτ.· με σύστ. αντ. <i>μέλημαγεύω</i>, [[τραγουδώ]] μαγικά τραγούδια ως [[μέρος]] μιας τελετουργίας, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> μτβ., επικαλούμαι την [[εμφάνιση]] κάποιου με μαγικά τεχνάσματα, σε Ανθ.
|lsmtext='''μᾰγεύω:''' ([[Μάγος]]), μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">I.</b> είμαι [[μάγος]], [[χρησιμοποιώ]] μαγικά τεχνάσματα, σε Πλούτ.· με σύστ. αντ. <i>μέλημαγεύω</i>, [[τραγουδώ]] μαγικά τραγούδια ως [[μέρος]] μιας τελετουργίας, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> μτβ., επικαλούμαι την [[εμφάνιση]] κάποιου με μαγικά τεχνάσματα, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''μᾰγεύω:''' <b class="num">1)</b> быть сведущим в магическом искусстве, быть магом Plut., NT;<br /><b class="num">2)</b> ворожить, колдовать: βάρβαρα [[μέλη]] μ. Eur. петь заклинания на непонятном языке;<br /><b class="num">3)</b> чарами вызывать, околдовывать (ἔμψυχα Anth.).
}}
}}

Revision as of 12:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰγεύω Medium diacritics: μαγεύω Low diacritics: μαγεύω Capitals: ΜΑΓΕΥΩ
Transliteration A: mageúō Transliteration B: mageuō Transliteration C: mageyo Beta Code: mageu/w

English (LSJ)

   A to be a Magus or skilled in Magian lore, Plu.Art.3,6, Philostr. VA1.2.    II use magic arts, E.IT1338; καταγαγεῖν τὸν Δία μαγεύσαντας Plu.Num.15.    III trans., bewitch, e.g. by philtres, Ach.Tat.5.22:—Pass., Clearch.25, Luc.Asin. 54; πέπλον μεμαγευμένον φαρμάκοις Apollod.1.9.28.    2 call forth by magic arts, ἔμψυχα AP12.57 (Mel.), cf. Luc.Asin.11.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰγεύω: εἶμαι μάγος ἢ ἔμπειρος εἰς μαγικὴν σοφίαν, Πλουτ. Ἀρτοξ. 3 καὶ 6, Φιλόστρ. 4· μεταχειρίζομαι μαγικὰ τεχνάσματα, κατάγειν τὸν Δία μαγεύσαντας Πλουτ. Νουμ. 15· μετὰ συστοίχ. αἰτ., μέλη μ., ᾄδω μαγικὰς ἐπῳδάς, Εὐρ. Ι. Τ. 1338. ΙΙ. μεταβ., γοητεύω, ἔμψυχα μαγεύων Ἀνθ. Π. 12. 57, πρβλ. Λουκ. Ὄν. 11· - Παθητ., μαγεύομαι, μαγευόμεναι καὶ μαγεύουσαι Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 256Ε, Λουκ. Ὄν. 54. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μαγεύειν· γοητεύειν. θεραπεύειν Θεούς».

French (Bailly abrégé)

ao. ἐμάγευσα, pf. Pass. μεμάγευμαι;
I. intr.
1 être magicien;
2 user de moyens magiques, accomplir des opérations magiques;
II. tr. charmer par des sortilèges.
Étymologie: μάγος.

English (Strong)

from μάγος; to practice magic: use sorcery.

English (Thayer)

(μάγος); to be a magician; to practise magical arts: Euripides, Iph. 1338; Plutarch, Artax. 3,6, and in other authors.)

Greek Monolingual

(AM μαγεύω) μάγος
1. (μτβ. και αμτβ.) μεταχειρίζομαι μαγικά μέσα, μαγγανείες και τεχνάσματα προκειμένου να επηρεάσω κάποιον, κάνω μάγια, δένω κάποιον με μάγια (α. «θα κάψω και τη μάγισσα που ξέρει να μαγεύει», δημ. τραγούδι
β. «ἔνιοι δὲ οὐ τοὺς δαίμονας φασὶν ὑποθέσθαι τὸν καθαρμὸν ἀλλ' ἐκείνους μὲν καταγαγεῑν τὸν Δία μαγεύσαντας», Πλούτ.)
2. (μτβ.) θέλγω, γοητεύω, ξεμυαλίζω, συναρπάζω, σαγηνεύω («με τον λόγο του μάγεψε το πλήθος»)
νεοελλ.-μσν.
1. προσδίδω σε κάτι μαγικές ιδιότητες
2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μαγεμένος, -η, -ο(ν)
μαγικός
αρχ.
1. παράγω κάτι με μαγική τέχνη («ἔμψυχα μαγεύων», Ανθ. Παλ.)
2. (αμτβ.) είμαι μάγος, είμαι κάτοχος της μαγικής δύναμης ή σοφίας («Πλάτων... οὔπω μαγεύειν ἔδοξε καίτοι πλεῑστα τῶν ἀνθρώπων φθονηθεὶς ἐπὶ σοφίᾳ», Φιλόστρ.).

Greek Monotonic

μᾰγεύω: (Μάγος), μέλ. -σω,
I. είμαι μάγος, χρησιμοποιώ μαγικά τεχνάσματα, σε Πλούτ.· με σύστ. αντ. μέλημαγεύω, τραγουδώ μαγικά τραγούδια ως μέρος μιας τελετουργίας, σε Ευρ.
II. μτβ., επικαλούμαι την εμφάνιση κάποιου με μαγικά τεχνάσματα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

μᾰγεύω: 1) быть сведущим в магическом искусстве, быть магом Plut., NT;
2) ворожить, колдовать: βάρβαρα μέλη μ. Eur. петь заклинания на непонятном языке;
3) чарами вызывать, околдовывать (ἔμψυχα Anth.).