θέα: Difference between revisions
Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θέᾱ:''' Ιων. θέη, ἡ ([[θάομαι]], [[θεάομαι]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> όψη, κοίταγμα, [[θέα]]· θέης [[ἄξιος]] = ἀξιοθέητος, σε Ηρόδ.· θέαν [[λαβεῖν]], έχω [[θέα]] ή [[αποκτώ]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> όψη, [[οπτική]], [[θέα]], [[άποψη]], <i>διαπρεπὴς τὴν θέαν</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> αυτό το οποίο βλέπεται, [[θέαμα]], όραμα, σε Τραγ.<br /><b class="num">III.</b> το [[μέρος]] το οποίο είναι κατάλληλο για να βλέπει [[κάποιος]], [[εδώλιο]] θεάτρου, σε Αισχίν., Δημ. | |lsmtext='''θέᾱ:''' Ιων. θέη, ἡ ([[θάομαι]], [[θεάομαι]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> όψη, κοίταγμα, [[θέα]]· θέης [[ἄξιος]] = ἀξιοθέητος, σε Ηρόδ.· θέαν [[λαβεῖν]], έχω [[θέα]] ή [[αποκτώ]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> όψη, [[οπτική]], [[θέα]], [[άποψη]], <i>διαπρεπὴς τὴν θέαν</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> αυτό το οποίο βλέπεται, [[θέαμα]], όραμα, σε Τραγ.<br /><b class="num">III.</b> το [[μέρος]] το οποίο είναι κατάλληλο για να βλέπει [[κάποιος]], [[εδώλιο]] θεάτρου, σε Αισχίν., Δημ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θέᾱ:''' ион. θέη ἡ [[θεάομαι]]<br /><b class="num">1)</b> смотрение, глядение, созерцание: θέης [[ἄξιος]] Her. достойный обозрения, достопримечательный; εἰς θέαν τινὸς ἔρχεσθαι Eur. прийти посмотреть что-л.; [[ἐλθεῖν]] ἐπὶ θέαν [[τἀνδρός]] Plat. пойти взглянуть на этого человека; ἐπὶ τῇ θέᾳ τῇ [[αὑτοῦ]] Xen. при виде его, взглянув на него; ἡ τοῦ ὄντος θ. Plat. созерцание чистого бытия; ὄμμασιν θέαν [[λαβεῖν]] Soph. окинуть взором, лицезреть; ἀκροτάτην ἔχειν θέαν Arst. быть крайне трудным для рассмотрения;<br /><b class="num">2)</b> вид, внешность, наружность: [[ἔλαφος]] διαπρεπὴς τὴν θέαν Eur. лань редкой красоты; ἀπὸ τῆς θέας εἰκάζειν Luc. походить внешностью;<br /><b class="num">3)</b> вид, зрелище: πικρὰ θ. Eur. ужасный вид; μάλ᾽ [[ἄζηλος]] θ. Soph. печальное зрелище; ἀταρβὴς τῆς θέας Eur. не будучи потрясен этим зрелищем; θέαι ἀμήχανοι τὸ [[κάλλος]] Plat. видения неописуемой красоты;<br /><b class="num">4)</b> преимущ. pl. театральное зрелище, представление (αἱ μεγάλαι θέαι Plut.);<br /><b class="num">5)</b> место в театре: θέαν καταλαμβάνειν Dem. занимать место среди зрителей; θέαν ἔχειν ἐν θεάτρῳ Plut. иметь место в театре. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:28, 31 December 2018
English (LSJ)
Ion. θέη, ἡ, (θεάομαι)
A seeing, looking at, θέης ἄξιος, = ἀξιοθέητος, Hdt.1.25, cf. X.HG6.2.34; θέαν λαβεῖν to take or get a view, S. Ph.536, 656; ἐς θέαν [τινὸς] ἔρχεσθαι, ἐπὶ θέαν τἀνδρὸς ἐλθεῖν, to go to see, E.IA427, Pl.La.179e; κατὰ θέαν ἀναβαίνειν τοῦ χωρίου Th. 5.7, cf. 9, 6.31; ἠγριωμένος ἐπὶ τῇ θέᾳ τινός at the sight of... X. Cyr.1.4.24; βαδίζειν ἐπὶ κωμῳδῶν θέαν Id.Oec.3.7. b of the mind, contemplation, ἡ τοῦ ὄντος θ. Pl.R.582c, cf. Arist.Ph.209b20, etc. 2 aspect, διαπρεπὴς τὴν θ. E.IA1588; αἰσχρὰν θ. παρέχειν X.Eq.7.2; ἀπὸ τῆς θ. εἰκάζειν Luc.VH1.11; ὑποδῦσα θέαν ἀνθρώπου having assumed the appearance of a human being, Palaeph.48. II that which is seen, sight, Ζηνὶ δυσκλεὴς θ. A.Pr.243; μάλ' ἄζηλος θ. S.El.1455; ὡς ἴδω πικρὰν θ. E.Hipp.809; ἀταρβὴς τῆς θ. without fear of the sight, S.Tr.23: pl., θέαι ἀμήχανοι τὸ κάλλος Pl.R.615a. 2 spectacle, performance, in a theatre or elsewhere, Thphr.Char.5.7, etc.; ἐν ταῖς θ. καὶ ἐν ταῖς πομπαῖς CIG3068 A 22 (Teos), cf. Plu.Caes. 55, Brut.21, Hdn.1.15.1(pl.); μεγάλαι θ.,= Ludi Magni, Plu.Cam. 5. III place for seeing from, seat in the theatre (cf. αἴγειρος), θέαν εἰς τὰ Διονύσια κατανεῖμαι τοῖς πρέσβεσι Aeschin.2.55, cf. D.18.28; θέαν καταλαμβάνειν to occupy one, Id.21.178; προκαταλαμβάνειν Luc.Herm.39; ἔχειν ἐν τῷ θεάτρῳ Plu.Flam.19, etc. 2 auditorium, IG22.1176. IV αἴδεσσαί με θέας ὕπερ revere me by thy countenance, dub. in h.Cer.64 codd. (prob. θεὰν σύ περ).
German (Pape)
[Seite 1189] ἡ, der Anblick, das Ansehen, Schauspiel; Aesch. Prom. 241; ὄμμασιν θέαν λαβεῖν, sehen, Soph. Phil. 532; ὅστις ἦν θακῶν ἀταρβὴς τῆς θέας Tr. 23; ὡς ἴδω πικρὰν θέαν Eur. Hipp. 825; εἰς θέαν ἔρχεσθαι I. A. 427; ἔλαφος διαπρεπὴς τὴν θέαν, ausgezeichnet von Ansehen, 1588; θέης ἄξιος, sehenswerth, Her. 1, 25, wie sonst ἄξιος θέας, Plat. Rep. IV, 445 c Xen. Hell. 6, 2, 34 u. A.; ἐλθεῖν Lach. 179 e; ἐπὶ τῇ θέᾳ ἀγριοῦσθαι, bei dem Anblick, Xen. Cyr. 1, 4, 24; Sp. bes. vom Schauspiel, μονομάχους ἐπὶ θέᾳ Ῥωμαίων ἔτρεφε Plut. Brut. 13; αἱ τῆς θέας ἡμέραι Hdn. 1, 15, 5; dah. αἱ θέαι, Festspiele, spectacula, Plut. Caes. 55 u. öfter bei Hdn., z. B. δημοσίᾳ θέας ἐτέλεσεν 1, 15, 1; αἱ μεγάλαι θέαι, ludi magni, Plut. Brut. 21. – Geistig, Betrachtung, ἡ τοῦ ὄντος θέα Plat. Rep. IX, 582 c. – Auch der Schauplatz, Ort zum Anschauen, θέαν εἰς τὰ Διονύσια κατανεῖμαι τοῖς πρέσβεσι Aesch. 2, 55; Sp., Luc. Hermot. 39; Polyaen. 4, 6, 1; θέαν ἔχειν ἐν θεάτρῳ, einen Sitz im Theater haben, Plut. Flam. 19.
Greek (Liddell-Scott)
θέᾱ: Ἰων. θέη, ἡ, (ἴδε ἐν λ. θάομαι)˙ θεωρία, ὄψις, κύτταγμα, θέης ἄξιος = ἀξιοθέητος, Ἡρόδ. 1. 25, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 34˙ θέαν λαμβάνω, λαμβάνω θέαν, θεῶμαι, βλέπω, Σοφ. Φ. 536, πρβλ. 656˙ εἰς θέαν τινὸς ἔρχεσθαι, ἐπὶ θέαν ἐλθεῖν Εὐρ. Ι. Α. 427, Πλάτ. Λάχ. 179Ε˙ ἐπὶ τῇ θέᾳ τινὸς Ξεν. Κύρ. 1. 4, 24˙ βαδίζειν ἐπὶ κωμῳδῶν θέαν ὁ αὐτ. Οἰκ. 3. 7˙ ἴδε ἐν λ. διέξοδος. β) ἐπὶ τοῦ πνεύματος, Ἀριστ. Φυσ. 4. 2, 8, κτλ. 2) ὄψις, διαπρεπὴς τὴν θέαν (=ἰδεῖν) Εὐρ. Ι. Α. 1588˙ αἰσχρὰν θέαν παρέχειν Ξεν. Ἱππ. 7, 2˙ ἀπὸ τῆς θέας εἰκάζειν Λουκ. Ἀλ. Ἱστ. 1. 11. ΙΙ. τὸ θεωρούμενον θέαμα, Ζηνὶ δυσκλεὴς θ. Αἰσχύλ. Πρ. 241˙ μάλ’ ἄζηλος θ. Σοφ. Ἠλ. 1455˙ ὡς ἴδω πικρὰν θ. Εὐρ. Ἱππ. 809˙ ἀταρβὴς τῆς θέας, μὴ φοβούμενος τὸ θέαμα, Σοφ. Τρ. 23˙ πληθ., θέαι ἀμήχανοι τὸ κάλλος Πλάτ. Πολ. 615Α. 2) αὐτὸ τὸ θέαμα, Πλούτ. Καίσ. 55, Βρούτ. 21, κτλ. ΙΙΙ. τὸ μέρος, ἐξ οὗ θεᾶταί τις, θέσις, ἑδώλιον ἐν τῷ θεάτρῳ, θέαν εἰς τὰ Διονύσια κατανεῖμαι τοῖς πρέσβεσι Αἰσχίν. 35. 11, πρβλ. Δημ. 234. 24˙ θέαν καταλαμβάνειν, καταλαμβάνω κάθισμα, ὁ αὐτ. 572. 12˙ θέα ἡδωλιασμένη Dittenb. SIG. 432, 2˙ προσκαταλαμβάνειν Λουκ. Ἑρμοτ. 39˙ ἔχειν ἐν τῷ θεάτρῳ Πλούτ. Φλαμ. 19, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
I. action de regarder, de contempler, contemplation : θέης (ion.) ἄξιος HDT digne d’être vu ; εἰς θέαν τινὸς ἔρχεσθαι EUR venir pour voir qch ; ἐπὶ τῇ θέᾳ τινός XÉN à la vue de qch;
II. 1 aspect : διαπρεπὴς τὴν θέαν EUR d’un aspect distingué ; ἀπὸ τῆς θέας εἰκάζειν LUC ressembler par l’air;
2 objet de contemplation, spectacle ; θέαν λαβόντα SOPH c. ἰδόντα ayant vu ; particul. spectacle au théâtre ; αἱ θέαι jeux, fêtes, spectacles;
3 lieu d’où l’on regarde, particul. partie du théâtre occupée par les spectateurs, place à un spectacle : θέαν ἔχειν ἐν θεάτρῳ PLUT avoir une place dans un théâtre.
Étymologie: R. ΘαϜ, regarder ; cf. θεάομαι, θαῦμα.
Greek Monolingual
η (AM θέα, Α ιων. τ. θέη)
1. παρατήρηση με το βλέμμα, θέαση, κοίταγμα («θέης άξιος» — αξιοθέατος, Ηρόδ.)
2. όψη, εμφάνιση, μορφή (α. «η θέα του μέ φοβίζει» β. «αἰσχράν θέαν παρέχειν», Ξεν.)
3. αυτό που βλέπει κάποιος, οπτική εντύπωση, θέαμα (α. «το σπίτι σου έχει ωραία θέα» β. «ἀταρβὴς τῆς θέας» — χωρίς να φοβάται το θέαμα, Σοφ.·
Greek Monotonic
θέᾱ: Ιων. θέη, ἡ (θάομαι, θεάομαι),
I. 1. όψη, κοίταγμα, θέα· θέης ἄξιος = ἀξιοθέητος, σε Ηρόδ.· θέαν λαβεῖν, έχω θέα ή αποκτώ, σε Σοφ.
2. όψη, οπτική, θέα, άποψη, διαπρεπὴς τὴν θέαν, σε Ευρ.
II. αυτό το οποίο βλέπεται, θέαμα, όραμα, σε Τραγ.
III. το μέρος το οποίο είναι κατάλληλο για να βλέπει κάποιος, εδώλιο θεάτρου, σε Αισχίν., Δημ.
Russian (Dvoretsky)
θέᾱ: ион. θέη ἡ θεάομαι
1) смотрение, глядение, созерцание: θέης ἄξιος Her. достойный обозрения, достопримечательный; εἰς θέαν τινὸς ἔρχεσθαι Eur. прийти посмотреть что-л.; ἐλθεῖν ἐπὶ θέαν τἀνδρός Plat. пойти взглянуть на этого человека; ἐπὶ τῇ θέᾳ τῇ αὑτοῦ Xen. при виде его, взглянув на него; ἡ τοῦ ὄντος θ. Plat. созерцание чистого бытия; ὄμμασιν θέαν λαβεῖν Soph. окинуть взором, лицезреть; ἀκροτάτην ἔχειν θέαν Arst. быть крайне трудным для рассмотрения;
2) вид, внешность, наружность: ἔλαφος διαπρεπὴς τὴν θέαν Eur. лань редкой красоты; ἀπὸ τῆς θέας εἰκάζειν Luc. походить внешностью;
3) вид, зрелище: πικρὰ θ. Eur. ужасный вид; μάλ᾽ ἄζηλος θ. Soph. печальное зрелище; ἀταρβὴς τῆς θέας Eur. не будучи потрясен этим зрелищем; θέαι ἀμήχανοι τὸ κάλλος Plat. видения неописуемой красоты;
4) преимущ. pl. театральное зрелище, представление (αἱ μεγάλαι θέαι Plut.);
5) место в театре: θέαν καταλαμβάνειν Dem. занимать место среди зрителей; θέαν ἔχειν ἐν θεάτρῳ Plut. иметь место в театре.