ἐξωμοσία: Difference between revisions
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐξωμοσία:''' ἡ ([[ἐξόμνυμι]]),<br /><b class="num">I.</b> ένορκη [[διαβεβαίωση]] ότι [[κάποιος]] δεν γνωρίζει οποιαδήποτε [[πληροφορία]] για [[κάτι]], σε Αριστοφ., Δημ.<br /><b class="num">II.</b> ένορκη [[άρνηση]] αξιώματος, σε [[περίπτωση]] ασθένειας, στον ίδ. | |lsmtext='''ἐξωμοσία:''' ἡ ([[ἐξόμνυμι]]),<br /><b class="num">I.</b> ένορκη [[διαβεβαίωση]] ότι [[κάποιος]] δεν γνωρίζει οποιαδήποτε [[πληροφορία]] για [[κάτι]], σε Αριστοφ., Δημ.<br /><b class="num">II.</b> ένορκη [[άρνηση]] αξιώματος, σε [[περίπτωση]] ασθένειας, στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐξωμοσία:''' ἡ<b class="num">1)</b> клятвенное заявление о неведении (чего-л.) Arph., Dem.;<br /><b class="num">2)</b> клятва в невозможности принять на себя какую-л. обязанность, самоотвод под присягой Dem., Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A denial on oath that one knows anything of a matter, Ar.Ec.1026, PEleph.34.1 (iii B. C.). II declining an office, D.19.129. III vow, Al.Le.22.18.
German (Pape)
[Seite 891] ἡ (vgl. ἐξόμνυμι), eidliche Verneinung; Eid, daß man von einer Sache keine Kunde habe, oder nach B. A. 409, daß man eine Liturgie nicht zu leisten im Stande sei (nach Harpocr. übh. μεθ' ὅρκου πρᾶξίν τινα ἀπαρνήσασθαι διὰ νόσον ἤ τινα ἑτέραν πρόφασιν), Ar. Eccl. 1026.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξωμοσία: ἡ, ἔνορκος διαβεβαίωσις ὅτι δὲν γινώσκει τίς τι, «ἄρνησις μεθ’ ὅρκου» (Ἡσύχ.), Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1026, Δημ. 1119. 26. ΙΙ. τὸ μὴ δέχεσθαι δημοσίαν τινὰ ὑπηρεσίαν ἕνεκα ἀρρωστίας ἢ ἄλλης αἰτίας, Δημ. 381. 1. Κατὰ τὰ Α. Β. 409. 15, «ἐξωμοσία δὲ ἄρνησις σὺν ὅρκῳ ὡς ἀδυνατοῦντος ἢ παρὰ καιρὸν ὄντος λειτουργεῖν». - Καθ’ Ἁρποκρ. «τὸ μεθ’ ὅρκου πρᾶξίν τινα ἀπαρνήσασθαι διὰ νόσον ἢ τινα ἑτέραν πρόφασιν, ὡς δῆλον ποιεῖ Δημοσθένης ἐν τῷ περὶ τῆς πρεσβείας». 2) «ἐξωμοσία· ὅταν τις φάσκῃ ἢ ὑπὲρ ἑαυτοῦ ἢ ὑπὲρ ἑτέρου ἐγκαλούμενος μὴ δεῖν εἰσάγεσθαι δίκην, εἶτα καὶ τὴν αἰτίαν δι’ ἣν οὐκ εἰσαγώγιμος ἡ δίκη, εἰ δοκεῖ κατὰ λόγον ἀξιοῦν, ἐδίδοτο αὐτῷ ἐξωμοσίᾳ χρῆσθαι καὶ οὕτω διεγράφετο ἡ δίκη» Σουΐδ. καὶ Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1026.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 déclaration sous serment qu’on ne sait rien d’une affaire;
2 action de décliner une charge, refus de service.
Étymologie: ἐξόμνυμι.
Greek Monolingual
η (AM ἐξωμοσία)
νεοελλ.
η απάρνηση της πίστης ή τών πεποιθήσεων, η αρνησιθρησκία
αρχ.-μσν.
1. όρκος
2. ένορκη διαβεβαίωση
αρχ.
όρκος ότι δεν μπορεί κάποιος να δεχθεί αρχή ή να χορηγήσει «λειτουργία».
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + -ωμοσία < -ωμότης < -ωμο, εκτεταμένη βαθμίδα του ρ. όμνυμι, + -της].
Greek Monotonic
ἐξωμοσία: ἡ (ἐξόμνυμι),
I. ένορκη διαβεβαίωση ότι κάποιος δεν γνωρίζει οποιαδήποτε πληροφορία για κάτι, σε Αριστοφ., Δημ.
II. ένορκη άρνηση αξιώματος, σε περίπτωση ασθένειας, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐξωμοσία: ἡ1) клятвенное заявление о неведении (чего-л.) Arph., Dem.;
2) клятва в невозможности принять на себя какую-л. обязанность, самоотвод под присягой Dem., Plut.