ἀκεστήρ: Difference between revisions
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
(2) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀκεστήρ:''' -ῆρος, ὁ ([[ἀκέομαι]]), [[θεραπευτής]], [[ιατρός]]· μεταφ. ως επίθ. ἀκ. [[χαλινός]], το [[χαλινάρι]], το [[γκέμι]] που δαμάζει, που συγκρατεί το [[άλογο]], σε Σοφ. | |lsmtext='''ἀκεστήρ:''' -ῆρος, ὁ ([[ἀκέομαι]]), [[θεραπευτής]], [[ιατρός]]· μεταφ. ως επίθ. ἀκ. [[χαλινός]], το [[χαλινάρι]], το [[γκέμι]] που δαμάζει, που συγκρατεί το [[άλογο]], σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀκεστήρ:''' ῆρος adj. m досл. целительный, перен. успокаивающий, унимающий ([[χαλινός]] Soph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 15:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A healer: Adj., ἀ. χαλινός rein that tames the steed, S.OC714(lyr.).
German (Pape)
[Seite 71] ὁ (eigtl. Heiler), χαλινός Soph. O. C. 718 ch., rossebändigend, die Wildheit heilend.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκεστήρ: ῆρος, ὁ, κυρίως = ἰατήρ, ἀλλ’ ὡς ἐπίθ., δαμαστικός, ἀκ. χαλινός, ὁ χαλ. ὅστις δαμάζει τὸν ἵππον, Σοφ. Ο. Κ. 714.
French (Bailly abrégé)
ῆρος;
adj. m.
qui calme : ἀκεστὴρ χαλινός SOPH frein qui calme l’ardeur, qui dompte.
Étymologie: ἀκέομαι.
Spanish (DGE)
-ῆρος
mitigador ἀ. χαλινός el freno desbravecedor S.OC 714. • DMic.: a2-ke-te-re, ja-ke-te-re (?).
• Etimología: Cf. 2 ἀκεστής.
Greek Monolingual
ἀκεστὴρ (-ῆρος), ο (Α)
1. θεραπευτής, γιατρός
2. αυτός που καταπραΰνει, που δαμάζει
«ἀκεστήρα χαλινὸν» (Σοφ. Οιδ. Κολ. 714).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκέομαι.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκεστήριον, ἀκεστήριος, ἀκεστρίς.
Greek Monotonic
ἀκεστήρ: -ῆρος, ὁ (ἀκέομαι), θεραπευτής, ιατρός· μεταφ. ως επίθ. ἀκ. χαλινός, το χαλινάρι, το γκέμι που δαμάζει, που συγκρατεί το άλογο, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀκεστήρ: ῆρος adj. m досл. целительный, перен. успокаивающий, унимающий (χαλινός Soph.).