δοκός: Difference between revisions
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
(4) |
(1b) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δοκός:''' ἡ, μεταγεν., ὁ, ([[δέχομαι]]), [[δοκάρι]] που στηρίζει το [[ταβάνι]], πατερό, σε Ομήρ. Οδ.· γενικά, [[δοκάρι]] ή [[μαδέρι]], σε Ομήρ. Ιλ., Θουκ.· [[μοχλός]] πύλης ή θύρας, πόρτας, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''δοκός:''' ἡ, μεταγεν., ὁ, ([[δέχομαι]]), [[δοκάρι]] που στηρίζει το [[ταβάνι]], πατερό, σε Ομήρ. Οδ.· γενικά, [[δοκάρι]] ή [[μαδέρι]], σε Ομήρ. Ιλ., Θουκ.· [[μοχλός]] πύλης ή θύρας, πόρτας, σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δοκός:''' ἡ (Luc., Diog. L. тж. ὁ)<br /><b class="num">1)</b> брус, бревно, балка Hom., Thuc., Arph., Luc.: τὴν δοκὸν φέρειν погов. Arst. таскать бревно, т. е. нудно или монотонно говорить (об ораторе);<br /><b class="num">2)</b> «брус» (род метеора) Diog. L. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:48, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ, later also ὁ, Luc.VH2.1: (δέχομαι):—
A bearing-beam, main beam, esp. in the roof or floor of a house, Od.22.176, Ar.Nu. 1496; any balk or beam, Il.17.744, Th.4.112; bar of a gate or door, Ar.V.201: also, in pl., firewood, PFlor.127.5 (iii A. D.): prov., ὁ τὴν δοκὸν φέρων one who has 'swallowed a poker', Arist.Rh.1413b28; ἐν δοκοῖσι is prob. f. l. for ἐνδόκοισι in Archil.66.3, cf. Hsch. s.v. ἔνδοκος. II a kind of meteor, Plin.HN2.96, Lyd.Ost.10b, Hsch.; cf. δοκεύς, δοκίας, δοκίς 11.
German (Pape)
[Seite 654] ἡ, auch ὁ, Luc. V. H. 2, 1 Apolld. 1, 9, 12 (δέχομαι): 1) Balken, bes. die, welche die Decke des Hauses bilden u. das Dach tragen; Hom. Iliad. 17, 744 Odyss. 19, 38. 22, 176. 193; Ar. Nubb. 1496; andere Balken, Vesp. 201; Luc. Herod. 5; ὁ τὴν δοκὸν φέρων, sprichwörtlich, Arist rhet. 3, 12, nach Phot. lex. ἐπὶ τῶν ταὐτὰ ποιοαντων, καὶ μηδὲν περαινόντων. – 2) eine feurige Lufterscheinung, von der Aehnlichkeit mit einem Balken; VLL.; D. L. 5, 81.
Greek (Liddell-Scott)
δοκός: ἡ, (δέχομαι)· -κυρίως τὸ τὴν στέγην ἀνέχον ξύλον, «δοκάρι», «πατερό», Ὀδ. Χ. 176, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 1496· καὴ γενικ., Ἰλ. Ρ. 744, Θουκ. 4. 112· ὁ μοχλὸς πύλης ἢ θύρας, Ἀριστοφ. Σφηξ. 201· -παροιμ., ὁ τὴν δοκὸν φέρων, ἐπὶ ῥήτορος μὴ ἔχοντος χάριν ἀλλὰ δυσκάμπτου ὄντος, Ἀριστ. Ρητ. 3. 12, 3· ἡ σημασία τοῦ ἐν δοκοῖσι Ἀρχίλ. 60, εἶναι ἀμφίβολος. Ὁ Walck. διώρθ. ἐνδόκοισι ἐκ τοῦ Ἡσυχ. ἔνδοκος· ἐνέδρα. ΙΙ. εἶδος μετεώρου, Διογ. Λ. 5. 81, Schäf. Σχολ. εἰς Ἀπολλών. Ρόδ. Β. 1088· οὕτω δοκίας, Θεοδώρητ., δοκίτης Σουΐδ.· πρβλ. δοκὶς ΙΙ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ἡ ou ὁ)
poutre, solive.
Étymologie: DELG v. δέχομαι.
English (Autenrieth)
ἡ (δέχομαι): beam, esp. of a roof, Od. 22.176.
Spanish (DGE)
-οῦ, ἡ
• Alolema(s): δόκος Ar.Fr.528
• Morfología: [masc. ὁ δ. Luc.VH 2.1; plu. dat. -οῖσιν Od.22.176]
I 1madero, viga οἱ δ' ὥς θ' ἡμίονοι ... ἕλκωσ' ἐξ ὄρεος ... δοκόν Il.17.744, κίον' ἂν ὑψηλὴν ἐρύσαι πελάσαι τε δοκοῖσιν Od.l.c., ἐπεὶ δοκ[ὸν ...] κῦμα πό[ρευσ'] ἀπ' Ἰλίου después de que una ola llevó el madero desde Ilión en sinéc. por barco B.Fr.60.22, utilizado como ariete, palanca, etc. δοκοὶ τετράγωνοι Th.4.112, δοκοὺς μεγάλας ἀρτήσαντες ἁλύσεσι Th.2.76, cf. Plb.8.7.3, 10.13.9, ὑπερμεγέθης δ. ἱστῷ νεὼς παραπλήσιος I.BI 3.214
•como tranca para cerrar la puerta τῇ δοκῷ προσθεὶς τὸν ὅλμον Ar.V.201
•usado como horca Ar.Fr.528, cf. Epim.Hom.Alph.κ 127
•en plu. listones o maderos empleados como traveseros o ejes de una máquina elevadora de agua BGU 1546.1 (ptol.)
•viga o pieza de un molino de aceite δοκὸς ἡ ὑπὲρ τὴν μηχανήν Wilcken Chr.312.11 (I d.C.)
•arq., en la construcción viga αἱ δοκοὶ τῆς οἰκίας Ar.Nu.1496, ναοὺς ... δ. στεγανοὺς παρέχει E.Fr.3.5C., δοκοὶ οἴκων ἡμῶν κέδροι LXX Ca.1.17, cf. IG 11(2).144A.42, 145.20 (ambas IV a.C.), PMich.Zen.37.5, 7, 20 (III a.C.), εἰς κλίσιον δ. καρυΐνη IG 11(2).145.20 (IV a.C.), ἑκκαιδεκάπηχυς δ. IG 11(2).161D.120 (III a.C.), δοκοὺς ἐμβαλεῖν εἰς τὸν οἶκον IG 11(2).287A.105 (III a.C.), δοκοὺς στρογγύλας δεκαπήχεις ID 403.23 (II a.C.), cf. Ph.Mech.82.50, ID 444B.108 (II a.C.), Plb.10.27.10, PKöln 155.16 (VI d.C.), ἀσφαλίζεσθαι τὰς δοκοὺς ἡμιτριδίοις Iul.Ascal.32.6
•geom. viga paralelepípedo de altura mayor que su anchura y profundidad, Hero Def.112 (cf. δοκίς 4)
•prov. ὁ τὴν δοκὸν φέρων el que lleva la viga, e.e. el que hace un trabajo pesado y aburrido, Arist.Rh.1413b29, op. κάρφος: βλέπεις τὸ κάρφος ..., τὴν δὲ ... δοκὸν οὐ κατανοεῖς; Eu.Matt.7.3.
2 leño, tronco δοκὸν εἰσφέρει para el fuego AP 11.74 (Nicarch.), en plu., como combustible en un baño PFlor.127.5 (III d.C.).
3 lingote δ. ... χρυσῆ I.AI 14.106.
II meteor., fenóm. celeste luminoso en forma de vara de luz, emicant et trabes simili modo, quas δοκούς uocant Plin.HN 2.96, cf. Arr.Phys.6, Nonn.D.2.200, Lyd.Ost.10b, cf. δοκίς 3.
• Etimología: Nombre de agente de la r. de δέκομαι, δέχομαι q.u.
English (Strong)
from δέχομαι (through the idea of holding up); a stick of timber: beam.
English (Thayer)
δοκου, ἡ (from δέκομαι for δέχομαι in so far as it has the idea of bearing (cf. Curtius, § 11)); from Homer down; a beam: Luke 6:41f.
Greek Monolingual
η (AM δοκός)
μακρύ, χοντρό, με τετράγωνη ή ορθογώνια τομή ξύλο που στηρίζει τη στέγη, πάτερο, τράβο, γρεντιά
νεοελλ.
μακρύ υποστήριγμα από οποιαδήποτε ύλη (μέταλλο, μπετόν κ.λπ.)
αρχ.
1. κάθε ξύλο χοντρό
2. μοχλός πόρτας
3. είδος μετεώρου
4. στον πληθ. καυσόξυλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δοκ- του δέχομαι, με σημ. «αυτή που δέχεται τη στέγη»].
Greek Monotonic
δοκός: ἡ, μεταγεν., ὁ, (δέχομαι), δοκάρι που στηρίζει το ταβάνι, πατερό, σε Ομήρ. Οδ.· γενικά, δοκάρι ή μαδέρι, σε Ομήρ. Ιλ., Θουκ.· μοχλός πύλης ή θύρας, πόρτας, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
δοκός: ἡ (Luc., Diog. L. тж. ὁ)
1) брус, бревно, балка Hom., Thuc., Arph., Luc.: τὴν δοκὸν φέρειν погов. Arst. таскать бревно, т. е. нудно или монотонно говорить (об ораторе);
2) «брус» (род метеора) Diog. L.