δρυοκολάπτης: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
(4)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δρυοκολάπτης:''' -ου, ὁ ([[κολάπτω]]), τρυποκάρυδος, σε Αριστοφ.· [[δρυκολάπτης]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''δρυοκολάπτης:''' -ου, ὁ ([[κολάπτω]]), τρυποκάρυδος, σε Αριστοφ.· [[δρυκολάπτης]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''δρυοκολάπτης:''' ου ὁ дятел Arst., Plut.
}}
}}

Revision as of 18:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δρῠοκολάπτης Medium diacritics: δρυοκολάπτης Low diacritics: δρυοκολάπτης Capitals: ΔΡΥΟΚΟΛΑΠΤΗΣ
Transliteration A: dryokoláptēs Transliteration B: dryokolaptēs Transliteration C: dryokolaptis Beta Code: druokola/pths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A woodpecker, of which Arist. distinguishes four species, the great black, Picus martius, the green, Picus viridis, and the spotted (both greater and less). Picus major and minor, HA593a5, cf. 614b7, Str.5.4.2; = Lat. picus, D.H.1.14:—also δρυκολάπτης, Ar.Av.480,979; δρῠοκόλαψ, Hsch.

   A s.v. ἵπτα (prob. l.); δρῠοκόπος, Arist.PA662b7.

German (Pape)

[Seite 669] ὁ, Baumhacker, Specht; Arist. H. A. 8, 3; Strab. 5, 4, 2, wo Cas. δρυκολάπτης hat, s. d. W.

Greek (Liddell-Scott)

δρυοκολάπτης: -ου, ὁ, «ξυλοφαγᾶς», οὗ ὁ Ἀριστ. τρία εἴδη διακρίνει (Picus viridis, P. major καί minor), Ἱ. Ζ. 8. 3, 7, πρβλ. 9. 9, 1·- ὡσαύτως δρυκολάπτης, Ἀριστοφ. Ὄρν. 480, 979, Στράβ.· παρ’ Ἡσυχ. δρυοκόλαψ· καὶ δρυοκόπος ἐν Ἀριστ. Ζ. Μ. 3. 1, 15.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
pivert, oiseau.
Étymologie: δρῦς, κολάπτω.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ orn. pájaro carpintero Arist.Mir.831b5, Thphr.HP 9.8.6, D.H.1.14.5, Str.5.4.2, Plu.2.268f, Cyran.3.12.1, varias especies, Arist.HA 593a5, 614b7, cf. tb. δρυκολάπτης.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ δρυοκολάπτης)
πτηνό που τρέφεται με έντομα και κάμπιες τις οποίες ανακαλύπτει κάτω από τον φλοιό τών δέντρων του δάσους.

Greek Monotonic

δρυοκολάπτης: -ου, ὁ (κολάπτω), τρυποκάρυδος, σε Αριστοφ.· δρυκολάπτης, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

δρυοκολάπτης: ου ὁ дятел Arst., Plut.