ἔαρ: Difference between revisions

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source
(4)
(2)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔαρ:''' ἔᾰρος, τό, μεταγεν. Επικ. [[τύπος]] [[εἶαρ]], <i>εἴᾰρος</i>· συνηρ. ἦρ, [[ἦρος]]· Λατ. [[ver]], spring, <i>ἔαρος [[νέον]] ἱσταμένοιο</i>, στην [[αρχή]] της άνοιξης, σε Ομήρ. Οδ.· [[ἅμα]] τῷ ἔαρι, στο [[ξεκίνημα]] της άνοιξης, σε Ηρόδ.· ἐξ [[ἦρος]] εἰς Ἀρκτοῦρον, σε Σοφ.· μεταφ., στην [[ακμή]] ή στην καλύτερη περίοδο της ζωής, σε Ηρόδ. κ.λπ.· [[ἔαρ]] ὁρᾶν, αυτός που δείχνει [[ακμαίος]] και [[σπινθηροβόλος]], σε Θεόκρ.· γενύων [[ἔαρ]], δηλ. το πρώτο [[χνούδι]] στα μάγουλα και στο [[πηγούνι]] ενός νέου, σε Ανθ.
|lsmtext='''ἔαρ:''' ἔᾰρος, τό, μεταγεν. Επικ. [[τύπος]] [[εἶαρ]], <i>εἴᾰρος</i>· συνηρ. ἦρ, [[ἦρος]]· Λατ. [[ver]], spring, <i>ἔαρος [[νέον]] ἱσταμένοιο</i>, στην [[αρχή]] της άνοιξης, σε Ομήρ. Οδ.· [[ἅμα]] τῷ ἔαρι, στο [[ξεκίνημα]] της άνοιξης, σε Ηρόδ.· ἐξ [[ἦρος]] εἰς Ἀρκτοῦρον, σε Σοφ.· μεταφ., στην [[ακμή]] ή στην καλύτερη περίοδο της ζωής, σε Ηρόδ. κ.λπ.· [[ἔαρ]] ὁρᾶν, αυτός που δείχνει [[ακμαίος]] και [[σπινθηροβόλος]], σε Θεόκρ.· γενύων [[ἔαρ]], δηλ. το πρώτο [[χνούδι]] στα μάγουλα και στο [[πηγούνι]] ενός νέου, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἔᾰρ:''' ἔᾰρος, ион. = эп. тж. [[εἶαρ]], εἴᾰρος, стяж. ἦρ, [[ἦρος]] τό<br /><b class="num">1)</b> утро: [[ἦρι]] [[μάλα]] и μάλ᾽ [[ἦρι]] Hom. рано утром;<br /><b class="num">2)</b> преимущ. весна: πρὸς и περὶ τὸ ἔ. Thuc. к весне; [[ἅμα]] τῷ ἔαρι Her. и ἔαρος ἀρχομένου Arst. с наступлением весны; ἔαρος Arst. весной; [[μία]] χελιδὼν ἔ. οὐ ποιεῖ погов. Arst. одна ласточка не делает весны;<br /><b class="num">3)</b> перен. весенняя свежесть, красота, цвет (ὕμνων Anth.): ἔ. ὁρόωσα [[νύμφα]] Theocr. нимфа с очаровательным взором; γενύων ἔ. Anth. первый пушок на щеках.
}}
}}

Revision as of 19:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔᾰρ Medium diacritics: ἔαρ Low diacritics: έαρ Capitals: ΕΑΡ
Transliteration A: éar Transliteration B: ear Transliteration C: ear Beta Code: e)/ar

English (LSJ)

(A), τό, Hom. (only gen. ἔαρος), etc.; contr. ἦρ Alcm.76: gen., dat., ἦρος, ἦρι, Lyr. (Alc.45), Att., and prob. Ion., cf. Hdt.1.77, Hp. Epid.1.1 (but ἔαρος is found in codd. of Hdt.5.31, 7.162, al., Hp.l.c.): poet. gen., dat., εἴαρος, εἴαρι (metri gr.), Alcm.26, h.Cer.174 (nisi leg. ἤαρος), and later Poets (whence was formed late nom.

   A εἶαρ Numen. ap.Ath.9.371e, Ter.Maur.653); cf. Hdn.Gr.1.408 (Hes. used ἔαρ as a monos., and ἔαρι as a trochee, Op.492,462):—spring, ἔαρος δ' ἐπιγίγνεται ὥρῃ Il.6.148; ἔαρος νέον ἱσταμένοιο early spring, Od.19.519; ἔαρι πολεῖν Hes.Op.462; ἅμα τῷ ἔαρι at the beginning of spring, Hdt.5.31, cf. Th.4.117, 6.8; πρὸς ἔαρ Id.5.56, etc.; πρὸς τὸ ἔ. ib.17; περὶ τὸ ἔ. Id.3.116; ἐξ ἦρος εἰς Ἀρκτοῦρον S.OT1137: prov., μία χελιδὼν ἔαρ οὐ ποιεῖ Cratin.33; also of the prime, flower of anything, ἔφηβοι . . ἔ. τοῦ δήμου Demad.Fr.4S., cf. Hdt.7.162, Arist.Rh.1411a3; ἔ. ὁρόωσα looking fresh and bright, Theoc.13.45; γενύων ἔ. the first down on a youth's face, AP6.242 (Crin.); ὕμνων ἔ. the freshest, brightest of their kind, ib.7.12; τὸ ἔ. τῶν πτερῶν, of a peacock, Luc. Dom.11. (ϝεςṛ-, cf. γέαρ, γίαρ[ες], Lat. vēr, Skt. vasantas, Lith. vasara 'summer'.)
ἔᾰρ (B) or εἶᾰρ (Hsch. ἦαρ, ἴαρα), τό, in Alex. Poets,

   A blood, λύθρῳ τε καὶ εἴαρι πεπλήθασι Call.Fr.anon.20; Αἰακίδαο εἴαρος Euph.39.3; τὸ δ' ἐκ μέλαν εἶαρ ἔλαπτεν Call.Fr.247, cf. Nic.Al.314, Opp.H.2.618; cf. εἰαροπότης, εἰαροπῶτις.    2 juice, εἶαρ ἐλαίης Nic.Al.87; ἐκ λύχνου πῖον ἔλειξαν ἔαρ Call.Fr.201. (Cypr. acc. to Hsch.; identified with ἔαρ spring, by EM307.44, Suid.; cf. Skt. ásṛk, gen. asnás, Lett. asinis 'blood'.)

German (Pape)

[Seite 698] ἔαρος, auch εἶαρ, Blut, Saft, der Abstammung nach wohl verschieden von ἔαρ der Frühling, s. Curtius Grundz. d. Griech. Etym. 1 S. 365. Nic. Al. 87 εἶαρ ἐλαίης = Oel; vgl. Callim. frgm. 201; Geop. = Saft, der im Frühling in die Pflanzen tritt; bei Menschen u. Thieren das Blut, VLL., nach Hesych. u. Schol. Il. 19, 87 Cyprisch; φόνοιο θερμὸν ἔαρ λάπτειν Opp. H. 2, 618; Nic. Al. 314; Euphor. bei Schol. Theocr. 10, 28. ἔαρος, τό, der Frühling; entstanden aus Fέσαρ, Wurzel vas; Latein. vêr, entst. aus veser, Altnotd. vâr, Kirchenslav. vesna, Sanskr. vasantas, Lit. vasara »der Sommer«, s. Curtius Grundz. d. Griech. Etym. 1 S. 43. 355. – In Att. Prosa nomin. accus. ἔαρ, genit. ἔαρος u. zusammengezogen ἦρος, dativ. ἔαρι u. zusammengezogen ἦρι. – Bei Homer findet sich das Wort in zwei sicheren Stellen; Iliad. 6, 148 ἔαρος δ' ἐπιγίγνεται ὥρη, Odyss. 19, 519 ἔαρος νέον ἱσταμένοιο; schlechte Lesart Odyss. 9, 51 ὅσα φύλλα καὶ ἄνθεα γίγνεται ἦρος für γίγνεται ὥρῃ, s. Eustath. 1614, 35. Vgl. ἐαρινός εἰαρινός. – Mit Synizese einsylbig muß gelesen werden ἔαρ Hesiod. O. 492, zweisylbig ἔαρι O. 462; zusammengezogen accusat. ἦρ Alcman bei Athen. X, 416 d (Bergk P. L. G. ed. 2 p. 649 frgm. 72), auch Hippocrat.; häufig ἦρος, ἦρι, Pind. P. 4, 64 u. andere Lyriker, Thucyd. 4, 2, Aristoph. Nub. 1008 u. s. w.; genit. εἴαρος Alcman fragm. 21 Bergk P. L. G. ed. 2 p. 639; dat. εἴαρι Oppian. Cyn. 1, 116; – Thuc. 5, 81 καὶ πρὸς ἔαρ ἤδη ταῦτα ἦν τοῦ χειμῶνος λήγοντος; Xenoph. Hell. 4, 8, 7 ἅμα τῷ ἔαρι; Aristot. H. A. 5, 10, 1 τοῦ ἔαρος im Frühling. – Bei späteren Dichtern we jedes Erstlingserzeugniß, wie γενύων ἔαρ, das erste Barthaar, Crinag. 12 (VI, 242); von allem Zarten u. Lieblichen; ὕμνων Ep. ad. 524 (VII, 12); χαρί των Iul. Aeg. 51 (VII, 599); Scol. 23 Iac. Dah. Demad. bei Ath. III, 99 d die ἔφηβοι ἔαρ τῆς πόλεως nennt; ἔαρ ὁρᾶν, Frühling blicken, d. i. freundlich blicken, Theocr. 13, 45.

Greek (Liddell-Scott)

ἔᾰρ: ἔᾰρος, τό, Ὅμ., Ἡρόδ. καὶ ἐν τῷ πεζῷ Ἀττικῷ λόγῳ· παρ’ Ἀλκμ. 13 καὶ τοῖς μεταγεν. Ἐπ. ποιηταῖς, οἷον Θεοκρ. καὶ Νικ., εἶαρ, εἴᾰρος (ἀλλ’ ὁ Ὄμηρ. ἔχει εἰαρινός)· συνῃρ. ἦρ, ἦρος (πρβλ. κῆρ, κῆρος), πρῶτον παρ’ Ἀλκμᾶνι 64, Ἀλκαίῳ 45, κτλ., καὶ μόνος τύπος ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Τραγ. (ὁ Ἡσίοδ. ἔχει τὸ ἔαρ ὡς μονοσύλλ. καὶ ἔαρι ὡς τροχαῖον, Ἐργ. κ. Ἡμ. 490, 460)· ὁ Ὅμηρ. ἔχει μόνον τὴν γεν. ἔαρος (πρβλ. ἦρι ἐπίρρ.). (Παλαιόθεν εἶχε τὸ δίγαμμα Fέαρ, πρβλ Λατ. ver, Παλαιο-Σκανδιν. var· Fεαρινός, Λατ. vernus· ἀλλ’ ὁ ἀρχικὸς τύπος φαίνεται ὅτι ἦτο Fέσαρ, πρβλ. Σανσκρ. vas-antas (ὅπερ ὅμως δὲν φαίνεται ἀρχαῖος τύπος), Σλαβ. ves-na (ver, ἔαρ), Λιθ. vas-ara (θέρος).) Ἔαρ, ἄνοιξις, ἔαρος δ’ ἐπιγίγνεται ὥρη Ἰλ. Ζ. 148· ἔαρος νέον ἱσταμένοιο, ἀρχομένου τοῦ ἔαρος, Ὀδ. Τ. 519· ἔαρι πολεῖν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 460· ἅμα τῷ ἔαρι, τὴν ἀρχὴν τῆς ἀνοίξεως, Ἡρόδ. 5. 31, πρβλ. Θουκ. 4. 117., 6. 8· πρὸς ἔαρ ὁ αὐτ. 5. 56, κτλ.· πρὸς τὸ ἔαρ αὐτόθι 17· περὶ τὸ ἔαρ ὁ αὐτ. 3. 116· ἐξ ἦρος εἰς Ἀρκτοῦρον Σοφ. Ο.Τ. 1137 παροιμ. μία χελιδὼν ἔαρ οὐ ποιεῖ Κρατῖν. ἐν Κωμ. Ἀποσπ. Meineke 5. σ. 16· παροιμ. ὡσαύτως ἐπὶ παντὸς ἀνθηροῦ ἢ ἀκμάζοντος, ἔφηβοι … ἔαρ τοῦ δήμου Δημάδ. παρ’ Ἀθην. 99D, πρβλ. Ἡρόδ. 7. 162, Ἀριστ. Ρητ. 1. 7, 34· ἔαρ θ’ ὁρόωσα Νύχεια, καὶ ἡ φαιδρὰ ὡς τὸ ἔαρ Νύχεια, ἢ κατὰ τὸν Σχολ. ἡ «ἱλαρὸν καὶ ἡδὺ βλέπουσα», Θεόκρ. 13. 45· γενύων ἔαρ, ὁ πρῶτος χνοῦς τῶν γενείων ἐπὶ τῶν σιαγόνων νεανίου, Ἀνθ. Π. 6. 242· ὕμνων ἔαρ, οἱ νεώτατοι καὶ λαμπρότατοι τῶν ὕμνων, αὐτόθι 7. 12· χαρίτων ἔαρ Συλλ. Ἐπιγρ. 511.

French (Bailly abrégé)

ἔαρος;
par contr. ἦρ, ἦρος (τό) :
litt. le matin (v. ci-dessous l’étymol.), d’où
1 matin, seul. dans la loc. adv. • ἦρι (par contr. p. ἔαρι) le matin : μάλ’ ἦρι OD ou ἦρι μάλα IL de grand matin;
2 p. anal. printemps (litt. le matin de l’année ; cf. all. Frühjahr, Frühling, le franç. printemps = primum tempus) ; ἇμα τῷ ἔαρι HDT avec le printemps ; πρὸς ἔαρ, πρὸς τὸ ἔαρ, περὶ τὸ ἔαρ, vers le printemps ; ἔαρ ὁρᾶν THCR avoir un regard de printemps, càd charmant.
Étymologie: pour *Ϝέαρ de *Ϝέσαρ = lat. ver de *veser ; de la R. skr. vas « éclairer ».

English (Autenrieth)

(ϝέαρ, ver): Spring; ἔαρος νέον ἱσταμένοιο, Od. 19.519.

English (Slater)

ἔᾰρ
   1 spring φοινικανθέμου ἧρος ἀκμᾷ (P. 4.64) εὔοδμον ἐπάγοισιν ἔαρ θυτὰ νεκτάρεα fr. 75. 15.

Spanish (DGE)

(ἔᾰρ) ἔαρος, τό

• Alolema(s): εἶαρ Call.Fr.523, Euph.67.3, Nic.Al.314, Hsch.; ἦαρ Hsch.; ἶαρ Hsch.
1 sangre κονίστραι ... λύθρῳ τε καὶ εἴαρι πεπλήθασι Call.Fr.328, Αἰακίδαο εἴαρος Euph.l.c., τὸ δ' ἐκ μέλαν εἶαρ ἔδαπτεν Call.l.c., cf. Nic.l.c., φόνοιο θερμὸν ἔ. Opp.H.2.618, ἔ.· chipr. αἷμα Hsch., cf. Sud., Sch.Er.Il.19.87b, EM 294.47G.
2 aceite ἐκ λύχνου πῖον ἔλειξαν ἔ. Call.SHell.259.22, εἶαρ ἐλαίης Nic.Al.87.

• Etimología: Tema en *r proc. de un ant. heterócl.; cf. het. ešḫar, eš(ḫa)naš, ai. ásṛg, asnás, toc. A ysār, B yasar, lat. aser, assar-, etc. < *esH1r/n; es dud. si εἶαρ / ἦαρ proceden de un alarg. métr. o son formas originarias c. voc. larga.
(ἔᾰρ) ἔαρος, τό

• Alolema(s): contr. Ϝῆρ Alcm.20.3; ἦρ Alc.367, Sapph.136, Stesich.34, Ibyc.5.1, h.Cer.455, Hdt.1.77; ἤαρ h.Cer.174, Aret.CA 2.3.15; εἶαρ Hes.Fr.70.13, Antig.SHell.47, Numen.Her.SHell.582, Ter.Maur.653, Nonn.D.42.293; γέαρ. Hsch.; γίαρ Hsch.

• Prosodia: [ἔα- medido c. sinicesis, Hes.Op.462, 492]
1 primavera
a) en una división del año en dos periodos («θέρος» y «χειμών») comienzo del verano, época en que comienzan las campañas militares y se puede navegar ἅμα δὲ τῷ ἦρι εὐθύς ἀρχομένῳ τοῦ ἐπιγιγνομένου θέρους Th.6.94, cf. 8.61, ἅμα ἦρι τοῦ ἐπιγιγνομένου θέρους Th.4.117, cf. Th.6.8, 8.7, αἱ σπονδαὶ ἐγένοντο τελευτῶντος τοῦ χειμῶνος ἅμα ἦρι Th.5.20;
b) prob. en una división del año en tres estaciones primavera, época en la que florecen los bosques ὕλη τηλεθόωσα φύει, ἔαρος δ' ἐπιγίγνεται ὥρη Il.6.148, ἦρος ἀνθεμόεντος ἐπάιον ἐρχομένοιο Alc.367, canta el ruiseñor ἔαρος νέον ἱσταμένοιο cuando acaba de nacer la primavera, Od.19.519
estación idónea para remover la tierra ἔαρι πολεῖν Hes.Op.462, cf. X.Oec.16.12, no ha llegado aún el tiempo de segar, h.Cer.455, comienza tras el orto vespertino de Arturo, Hes.Op.569
otras señales de su comienzo ἔ. γινόμενον πολιόν cuando la primavera se haga esplendorosa Hes.Op.492, cf. 477, ἔαρος πύλαι Alc.296b.3, cf. h.Cer.174
op. «χειμών» y «θέρος»: τὸν ἀμφὶ τὸν χειμῶνα χρόνον διῆγεν ἐν Βαβυλῶνι ἑπτὰ μῆνας ... τὸν δὲ ἀμφὶ τὸ ἐ. τρεῖς μῆνας ἐν Σούσοις· τὴν δὲ ἀκμὴν τοῦ θέρους δύο μῆνας ἐν Ἐκβατάνοις del rey Ciro, X.Cyr.8.6.22
sobre el momento del año en que empieza Αἰγυπτίοις καὶ Εὐδόξῳ ἔαρος ἀρχή· ζέφυρος ἄρχεται πνεῖν, ref. al 13 del mes Mechir, i.e. el 7 de febrero, Eudox.Fr.226, ὠνομάσθαι δὲ αὐτὴν (sc. Ἀθηνᾶν) καὶ «Τριτογένειαν» ἀπὸ τοῦ τρὶς μεταβάλλειν αὐτῆς τὴν φύσιν κατ' ἐνιαυτόν, ἔαρος καὶ θέρους καὶ χειμῶνος D.S.1.12.8, cf. Eus.PE 3.3.7;
c) en una división del año en cuatro estaciones de parecida duración primavera: como la última estación θέρος καὶ χεῖμα κὠπώραν τρίταν καὶ τέτρατον τὸ Ϝῆρ Alcm.l.c.
la segunda estación τὸν ἐνιαυτὸν ἐς τέσσερα μέρεα διαιρέω ... χειμῶνα, ἦρ, θέρος, φθινόπωρον Hp.Vict.3.68, cf. D.L.7.152, Ph.1.11, Ath.Al.Gent.29
la primera estación del año διαιρεῖται ὁ ἐνιαύσιος χρόνος εἰς μέρη δ̅, ἔαρ θέρος φθινόπωρον καὶ χειμῶνα Gem.1.9, cf. Call.Cer.122, Ptol.Tetr.1.10.1, Orac.Sib.2.327, Theol.Ar.20, es comparada con la infancia (primera de las cuatro etapas del hombre), Gal.1.522, Theo.Sm.98, Steph.in Gal.1.242, Clem.Paed.1.5.20
la tercera estación θέρη, χειμῶνες καὶ ἔαρος καὶ μετοπώρου τροπαί Ph.1.10
comienza con el equinoccio de primavera ἦρ δὲ ἀπὸ ἰσημερίης μέχρι πληιάδων ἐπιτολῆς Hp.Vict.3.68, cf. Arat.514, Gem.2.17, Ph.2.206
altera ciertos humores corporales, Hp.Aph.3.20, Gal.5.698
sobre su duración ἐξ ἦρος εἰς ἀρκτοῦρον ἑκμήνους (ἐμμ- cód.) χρόνους S.OT 1137, ἔ.· ὁ μετὰ χειμῶνα τριμηνιαῖος καιρός Hsch.
gener. πρωὶ ... τοῦ ἦρος Hp.Epid.1.1, cf. X.Cyn.4.11, Arist.HA 543a8, Bio Fr.2.1, Opp.H.587, Str.15.1.17, ἄκρου τοῦ ἔαρος IPE 12.352.38 (II a.C.);
d) en una división del año en siete estaciones ὧραι δ' ἐνιαύσιοι ἑπτά ... Φυταλιά, Ἔαρ, Θέρος ... Hp.Hebd.4, cf. Gal.17(1).18;
e) sin que conste el preciso número de estaciones
la estación en la que comienzan las campañas militares ἅμα τὸ ἔαρι πειρᾶσθαι τῆς Πελοποννήσου Hdt.8.113, cf. 1.77, 8.109, X.HG 4.8.7, ἐπειδὴ ἔ. ὑπέφαινε, συνήγαγε μὲν ἅπαν τὸ στράτευμα X.HG 3.4.16, 5.4.59
es posible la navegación de altura, εἴαρι ποντοπορήσεις Nonn.D.4.114, cf. X.HG 4.8.7, Hld.5.20.5
la estación en que florecen las plantas ἦρι ... μηλίδες ... θαλέθοισιν en primavera los membrillos florecen Ibyc.l.c., οἷά τε φύλλα φύει πολυάνθεμος ὥρη ἔαρος como la estación florida de la primavera hace brotar las hojas Mimn.2.2, cf. Numen.Her.l.c., ὥτε φοινικανθέμου ἦρος ἀκμᾷ en la culminación de la primavera, a mediados de la primavera Pi.P.4.64, ἦρος ἐν ὥρᾳ ... ὁπόταν πλάτανος πτελέᾳ ψιθυρίζῃ Ar.Nu.1008, cf. Theoc.22.43, Aret.l.c., LXX Nu.13.20, Gr.Nyss.Ep.12.1
llega la golondrina a Grecia ἦρος ἄγγελος ... ἀήδων Sapph.l.c., cf. Simon.92.2, Stesich.34, Basil.Ep.20, prov. μία χελιδὼν ἔ. οὐ ποιεῖ Cratin.35, cf. SEG 29.77 (vaso ático VI/V a.C.)
sopla el céfiro Arist.Pr.861a25
florecen las rosas IUrb.Rom.1344.3 (II d.C.)
alabada como la mejor estación del año ἐν τῷ ἐνιαυτῷ ἐστι τὸ ἐ. δοκιμώτατον Hdt.7.162, θαλερὸν καὶ γόνιμον καὶ προσηνές Plu.2.364b, prov. «τὸ ἔαρ ἐκ τοῦ ἐνιαυτοῦ ἐξαιρεῖν» escoger del año, la primavera i.e. quedarse con lo mejor, Arist.Rh.1141a3, 1365a33, Plu.2.1087b
gener. Thgn.777, I.AI 2.305, Nonn.D.42.293, D.P.Au.1.11;
f) en una división fig. del año en «ἔαρ» y «χειμών» τὸ δὲ ἀνθρώπινον ἄνθος ἅπαξ ἡ φύσις κατὰ τὸ ἔ. τῆς νεότητος δείξασα εἶτα ἀπέσβεσε, τῷ χειμῶνι τοῦ γήρως ἐναφανίσασα Gr.Nyss.Virg.276.3;
g) entre los judíos, en una div. del año en dos épocas op. θέρος ‘verano’, ‘estación fértil’, ψῦχος καὶ καῦμα, θέρος καὶ ἔαρ, ἡμέραν καὶ νύκτα οὐ καταπαύσουσιν LXX Ge.8.22, cf. Ps.73.17.
2 fig. la flor, lo mejor, lo más selecto τοῦ ἐνιαυτοῦ τὸ ἔ. lo mejor del año Hdt.7.162, cf. Arist.Rh.1411a3, Δημάδης ... ἔλεγε ... ἔαρ δὲ τοῦ δήμου τοὺς ἐφήβους Demad.68, τὸ ἔ. τῶν πτερῶν el esplendor de las plumas del pavo real, Luc.Dom.11, Σμέρδις, τὸ Πόθων ἔ. AP 7.29 (Antip.Sid.), cf. 7.599 (Iul.Aegypt.)
frescura, encanto, viveza ὕμνων ἔ. AP 7.12, ἔ. θ' ὁρόωσα con mirada de primavera, e.e., encantadora, Theoc.13.45
lo primero, el albor καὶ μὴ παροδευσάτω ἡμᾶς ἄνθος ἔαρος y no se nos escape ninguna flor primaveral del amor juvenil, LXX Sap.2.7, τὸ γενύων ἔ. ref. al bozo juvenil AP 6.242 (Crin.).

• Etimología: De *u̯es°r, ant. heterócl. que corresponde a temas en *r, cf. lat. uēr, aisl. vā́r, o en *n, cf. aesl. vesna.

Greek Monotonic

ἔαρ: ἔᾰρος, τό, μεταγεν. Επικ. τύπος εἶαρ, εἴᾰρος· συνηρ. ἦρ, ἦρος· Λατ. ver, spring, ἔαρος νέον ἱσταμένοιο, στην αρχή της άνοιξης, σε Ομήρ. Οδ.· ἅμα τῷ ἔαρι, στο ξεκίνημα της άνοιξης, σε Ηρόδ.· ἐξ ἦρος εἰς Ἀρκτοῦρον, σε Σοφ.· μεταφ., στην ακμή ή στην καλύτερη περίοδο της ζωής, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ἔαρ ὁρᾶν, αυτός που δείχνει ακμαίος και σπινθηροβόλος, σε Θεόκρ.· γενύων ἔαρ, δηλ. το πρώτο χνούδι στα μάγουλα και στο πηγούνι ενός νέου, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἔᾰρ: ἔᾰρος, ион. = эп. тж. εἶαρ, εἴᾰρος, стяж. ἦρ, ἦρος τό
1) утро: ἦρι μάλα и μάλ᾽ ἦρι Hom. рано утром;
2) преимущ. весна: πρὸς и περὶ τὸ ἔ. Thuc. к весне; ἅμα τῷ ἔαρι Her. и ἔαρος ἀρχομένου Arst. с наступлением весны; ἔαρος Arst. весной; μία χελιδὼν ἔ. οὐ ποιεῖ погов. Arst. одна ласточка не делает весны;
3) перен. весенняя свежесть, красота, цвет (ὕμνων Anth.): ἔ. ὁρόωσα νύμφα Theocr. нимфа с очаровательным взором; γενύων ἔ. Anth. первый пушок на щеках.