ἐπιμηνίω: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
(4) |
(2) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπιμηνίω:''' είμαι οργισμένος [[εναντίον]] κάποιου, <i>Πριάμῳ ἐπεμήνῐε</i>, σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''ἐπιμηνίω:''' είμαι οργισμένος [[εναντίον]] κάποιου, <i>Πριάμῳ ἐπεμήνῐε</i>, σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπιμηνίω:''' сердиться, гневаться (τινί Hom.). | |||
}} | }} |
Revision as of 20:28, 31 December 2018
English (LSJ)
A to be angry with, Πριάμῳ ἐπεμήνῐε δίῳ Il.13.460, cf. App. BC3.55; τινὶ τῶν γεγονότων Id.Mith.55.
German (Pape)
[Seite 963] zürnen auf, τινί, Il. 13, 460; τινί τι, auf Jemand wegen Etwas, App. Civ. 3, 55.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιμηνίω: εἶμαι ὠργισμένος ἐναντίον τινός, Πριάμῳ ἐπεμήνϊε δίῳ Ἰλ. Ν. 460· τινί τι, πρός τινα ἕνεκά τινος, Ἀππ. Ἐμφυλ. 3. 55.
French (Bailly abrégé)
être irrité contre, τινι.
Étymologie: ἐπί, μηνίω.
English (Autenrieth)
only ipf., was at feud with, Il. 13.460†.
Greek Monolingual
ἐπιμηνίω (Α)
οργίζομαι εναντίον κάποιου («ἀεὶ γὰρ Πριάμῳ ἐπεμήνιε δίῳ», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μηνίω «οργίζομαι» (< μήνις, «οργή»)].
Greek Monolingual
ἐπιμηνιῶ, -άω (Μ)
επιμηνίω.
Greek Monotonic
ἐπιμηνίω: είμαι οργισμένος εναντίον κάποιου, Πριάμῳ ἐπεμήνῐε, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιμηνίω: сердиться, гневаться (τινί Hom.).