εὐφημέω: Difference between revisions
Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
(4) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὐφημέω:''' Δωρ. εὐφᾱμέω, μέλ. <i>-ήσω</i> ([[εὔφημος]]), [[χρησιμοποιώ]] ευοίωνες λέξεις, αντίθ. προς το [[δυσφημέω]]·<br /><b class="num">I.</b> [[αποφεύγω]] [[κάθε]] δυσοίωνη [[λέξη]], το [[male]] ominatis parcere verbis, του Ορατ.· απ' όπου, [[τηρώ]] θρησκευτική [[σιγή]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.· προστ. <i>εὐφήμει</i>, <i>εὐφημεῖτε</i>, [[σουτ]]! [[σιωπή]]! σώπα! μείνε [[ακίνητος]]! [[ακίνητος]]! Λατ. favete lignuis, σε Αριστοφ., Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[αναφωνώ]] εις [[ένδειξη]] επαίνου ή [[τιμής]] [[απέναντι]] σε κάποιον, ή σε θρίαμβο, σε Αισχύλ., Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[τιμώ]] κάποιον με έπαινο, [[μιλώ]] [[καλά]] γι' αυτόν, [[εκθειάζω]], σε Ξεν.<br /><b class="num">III.</b> ηχώ θριαμβευτικά, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''εὐφημέω:''' Δωρ. εὐφᾱμέω, μέλ. <i>-ήσω</i> ([[εὔφημος]]), [[χρησιμοποιώ]] ευοίωνες λέξεις, αντίθ. προς το [[δυσφημέω]]·<br /><b class="num">I.</b> [[αποφεύγω]] [[κάθε]] δυσοίωνη [[λέξη]], το [[male]] ominatis parcere verbis, του Ορατ.· απ' όπου, [[τηρώ]] θρησκευτική [[σιγή]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.· προστ. <i>εὐφήμει</i>, <i>εὐφημεῖτε</i>, [[σουτ]]! [[σιωπή]]! σώπα! μείνε [[ακίνητος]]! [[ακίνητος]]! Λατ. favete lignuis, σε Αριστοφ., Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[αναφωνώ]] εις [[ένδειξη]] επαίνου ή [[τιμής]] [[απέναντι]] σε κάποιον, ή σε θρίαμβο, σε Αισχύλ., Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[τιμώ]] κάποιον με έπαινο, [[μιλώ]] [[καλά]] γι' αυτόν, [[εκθειάζω]], σε Ξεν.<br /><b class="num">III.</b> ηχώ θριαμβευτικά, σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐφημέω:''' дор. εὐφᾱμέω<br /><b class="num">1)</b> произносить слова благоприятного значения, т. е. воздерживаться от неподобающих слов, не кощунствовать или хранить благоговейное молчание (εὐ. κελεῦσαί τινα Her.): εὐφήμει (εὐφήμησον) или εὐφημεῖτε! (лат. [[bona]] verba, [[quaeso]]! или favete linguis!) Arph., Plut. ((за)молчи(те))!, тише!; εὔφημον εἴη [[τοὖπος]] (= τὸ [[ἔπος]]) εὐφημουμένῃ Aesch. благосклонно да будет слово (обращенное) к благоговейно молчащей;<br /><b class="num">2)</b> торжественно раздаваться, радостно звучать: [[κέλαδος]] Ἑλλήνων [[πάρα]] ηὐφήμησεν Aesch. торжествующий крик раздался в греческом стане;<br /><b class="num">3)</b> прославлять, славословить, восхвалять (πάντας θεοὺς [[ἅμα]] καὶ πάσας θεάς Plat.);<br /><b class="num">4)</b> издавать радостные крики (εὐ. καὶ κροτεῖν Plut.): ἐστεφανωμένοι, γελῶντες, εὐφημοῦντες Arph. увенчанные (цветами), смеющиеся, ликующие. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:20, 31 December 2018
English (LSJ)
Dor. εὐφᾱμέω, (εὔφημος)
A use words of good omen, opp. δυσφημέω: I avoid all unlucky words, during sacred rites: hence, as the surest mode of avoiding them, keep a religious silence, φέρτε δὲ χερσὶν ὕδωρ εὐφημῆσαί τε κέλεσθε Il.9.171, cf. Call.Ap.17, 18, etc.; mostly imper., εὐφήμει, εὐφημεῖτε, hush! be still! Ar.Nu.297, Ach. 241, al.; οἱ δὲ ἀμβώσαντες μέγα εὐφημέειν μιν ἐκέλευον Hdt.3.38; εὐφημεῖν χρὴ τὸν πρεσβύτην Ar.Nu.263; εὐφήμει τοῦτό γε, ἦν δ' ἐγώ Pl. Euthd.301a, cf.R.329c; οὐκ εὐφημήσεις; Id.Smp.214d:—Pass., εὔφημον εἴη τοὖπος εὐφημουμένῃ since you have been spoken fair, A.Supp. 512. II shout in triumph, Id.Ag.596, Eu.1035 (lyr.), Ar.Pl.758, D.S.5.49. 2 c. acc., honour by praise, speak well of, θεούς Pl.Epin. 992d, cf. X.Smp.4.49:—Pass., to be called by a mild name, πολιτεία . . εὐφημούμενος λῆρος D.S.37.17; also, to be honoured, Hp.Ep. 27, CIG4389 (Isauria); to be applauded, Ph.2.589; πρὸς πάντων -ηθείς Hdn.2.3.11; ὑπὸ ὄχλων Vett.Val.38.25. III sound triumphantly, κέλαδος Ἑλλήνων πάρα . . ηὐφήμησεν A.Pers.389; ὀλολυγμὸς εὐφημῶν Id.Ag.28.
Greek (Liddell-Scott)
εὐφημέω: Δωρ. εὐφᾱμέω (εὔφημος), μεταχειρίζομαι λέξεις εὐοιώνους, ἀντίθετον τῷ δυσφημέω. Ι. ἀποφεύγω πᾶσαν δυσοίωνον λέξιν, ὡς απῃτεῖτο κατὰ τὰς ἱερὰς τελετάς, τὸ τοῦ Ὁρατίου male ominatis parcere verbis· ἀκολούθως (τούτου ὄντος τοῦ ασφαλεστάτου μέσου πρὸς ἀποφυγήν αὐτῶν), τηρῶ θρησκευτικήν σιγήν, φέρτε δὲ χερσίν ὕδωρ εὐφημῆσαί τε κέλεσθε Ἰλ. Ι. 171, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 263, Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 17, 18, κτλ.· τὸ πλεῖστον κατὰ προστακτικήν, εὐφήμει, εὐφημεῖτε, σιγᾶτε, σιωπή ! Λατ. bona verba quaeso, favete linguis. οἱονεὶ πρὸς ἀποφυγὴν κακοῦ οἰωνοῦ, Ἀριστοφ. Νεφ. 298, Ἀχ. 241, κ. ἀλλ.· οὕτως, οἱ δὲ ἀμβώσαντες μέγα εὐφημέειν μιν ἐκέλευον, ἐπειδὴ αἱ λέξεις αὐτοῦ ἐτάραξαν αὐτούς, Ἡρόδ. 3. 38· εὐφημεῖν χρή τὸν πρεσβύτην Ἀριστοφ. Βάτρ. 354· εὐφήμει τοῦτό γε, ἦν δ’ ἐγὼ Πλάτ. Εὐθύδ. 301Α, πρβλ. Πολ. 329C· οὐκ εὐφημήσεις; ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 214D. - Παθ., εὔφημον εἴη τοὔπος εὐφημουμένῃ (fausta audienti, Ἕρμ.) Αἰσχύλ. Ἱκ. 512· πρβλ. εὔστομος ΙΙ. 2. ΙΙ. βοῶ, ἀνακράζω εἰς ἔπαινον ἢ τιμήν τινος, ἢ ἐν θριάμβῳ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 596, Εὐμ. 1035, Ἀριστοφ. Πλ. 758, Διόδ. 5. 49. 2) μετ’ αἰτ., τιμῶ, ἐπαινῶ, λέγω καλὰ περί τινος, Πλάτ. Ἐπιν. 992D, Ξεν. Συμπ. 4. 49· ὡσαύτως, καλῶ δι’ ἐπιεικοῦς ὀνόματος, Διοδ. Ἐκλογ. Βατ. σ. 119. - Παθ., ἔχω καλὴν φήμην, Συλλ. Ἐπιγρ. 4389. ΙΙΙ. ἠχῶ ἐν θριάμβῳ, κέλαδος Ἑλλήνων πάρα… εὐφήμησεν Αἰσχύλ. Πέρσ. 389· ὀλολυγμὸς εὐφημῶν ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 28.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
I. intr. 1 prononcer des paroles de bon augure ; éviter des paroles de mauvais augure, et p. suite garder un silence religieux ; particul. à l’impér. εὐφήμει, εὐφημεῖτε (cf. lat. bona verba, quaeso ! favete linguis !) silence !;
2 retentir comme une parole ou comme un bruit de bon augure ; Pass. entendre résonner des paroles de bon augure;
II. tr. 1 accueillir par des acclamations, acc.;
2 louer, célébrer.
Étymologie: εὔφημος.
English (Autenrieth)
(εὔφημος): observe a holy silence, i. e. avoid ill-omened words by not speaking at all, Il. 9.171†.
Greek Monotonic
εὐφημέω: Δωρ. εὐφᾱμέω, μέλ. -ήσω (εὔφημος), χρησιμοποιώ ευοίωνες λέξεις, αντίθ. προς το δυσφημέω·
I. αποφεύγω κάθε δυσοίωνη λέξη, το male ominatis parcere verbis, του Ορατ.· απ' όπου, τηρώ θρησκευτική σιγή, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.· προστ. εὐφήμει, εὐφημεῖτε, σουτ! σιωπή! σώπα! μείνε ακίνητος! ακίνητος! Λατ. favete lignuis, σε Αριστοφ., Πλάτ.
II. 1. αναφωνώ εις ένδειξη επαίνου ή τιμής απέναντι σε κάποιον, ή σε θρίαμβο, σε Αισχύλ., Αριστοφ.
2. με αιτ., τιμώ κάποιον με έπαινο, μιλώ καλά γι' αυτόν, εκθειάζω, σε Ξεν.
III. ηχώ θριαμβευτικά, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
εὐφημέω: дор. εὐφᾱμέω
1) произносить слова благоприятного значения, т. е. воздерживаться от неподобающих слов, не кощунствовать или хранить благоговейное молчание (εὐ. κελεῦσαί τινα Her.): εὐφήμει (εὐφήμησον) или εὐφημεῖτε! (лат. bona verba, quaeso! или favete linguis!) Arph., Plut. ((за)молчи(те))!, тише!; εὔφημον εἴη τοὖπος (= τὸ ἔπος) εὐφημουμένῃ Aesch. благосклонно да будет слово (обращенное) к благоговейно молчащей;
2) торжественно раздаваться, радостно звучать: κέλαδος Ἑλλήνων πάρα ηὐφήμησεν Aesch. торжествующий крик раздался в греческом стане;
3) прославлять, славословить, восхвалять (πάντας θεοὺς ἅμα καὶ πάσας θεάς Plat.);
4) издавать радостные крики (εὐ. καὶ κροτεῖν Plut.): ἐστεφανωμένοι, γελῶντες, εὐφημοῦντες Arph. увенчанные (цветами), смеющиеся, ликующие.