περιοράω: Difference between revisions
ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame
(5) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''περιοράω:''' παρατ. <i>περιεώρων</i>, Ιων. παρακ. <i>περιεόρᾱκα</i>· μέλ. <i>-όψομαι</i>, Παθ. παρακ. <i>-ῶμμαι</i>, αόρ. αʹ Παθ. <i>-ώφθην</i>, αόρ. βʹ [[περιεῖδον]]· αντί παρακ. [[περίοιδα]], βλ. αυτ.· [[επιθεωρώ]], [[παραβλέπω]], δηλ. [[επιτρέπω]], [[ανέχομαι]],<br /><b class="num">I. 1.</b> [[κυρίως]] με μτχ., <i>ἢν τούτους περιίδῃς διαρπάσαντας</i>, εάν ανεχτείς, εάν επιτρέψεις σε αυτούς να αρπάξουν..., σε Ηρόδ.· μὴ [[περιιδεῖν]] τὴν ἡγεμονίην [[αὖτις]] ἐς Μήδους περιελθοῦσαν, στον ίδ. κ.λπ.· [[ταῦτα]] [[περιιδεῖν]] γιγνόμενα, σε Δημ.· [[αλλά]], εἰ [[ὑμᾶς]] τοὺς ἐναντιουμένους περιίδοιμεν, αν παραβλέψουμε την αντίθεσή σας, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> με απαρ., <i>περιιδόντες τοὺς Πέρσας ἐσελθεῖν</i>, ανεχτήκαμε να εισχωρήσουν αυτοί, σε Ηρόδ. κ.λπ.· με [[παράλειψη]] του απαρ., <i>οὐκ ἄν με περιεῖδες</i> (<i>ποιέειν</i>), στον ίδ.· [[περιοράω]] τὴν ὕβριν, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[περιμένω]], τὸ [[μέλλον]] [[περιιδεῖν]], σε Θουκ.<br /><b class="num">III. 1.</b> Μέσ., [[εξετάζω]] [[πριν]] να πράξω [[κάτι]], [[παρατηρώ]] την [[πορεία]] των πραγμάτων, [[αγρυπνώ]] και [[περιμένω]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., [[βλέπω]] [[τριγύρω]] με [[προσοχή]], [[προστατεύω]], [[προφυλάσσω]], στον ίδ. | |lsmtext='''περιοράω:''' παρατ. <i>περιεώρων</i>, Ιων. παρακ. <i>περιεόρᾱκα</i>· μέλ. <i>-όψομαι</i>, Παθ. παρακ. <i>-ῶμμαι</i>, αόρ. αʹ Παθ. <i>-ώφθην</i>, αόρ. βʹ [[περιεῖδον]]· αντί παρακ. [[περίοιδα]], βλ. αυτ.· [[επιθεωρώ]], [[παραβλέπω]], δηλ. [[επιτρέπω]], [[ανέχομαι]],<br /><b class="num">I. 1.</b> [[κυρίως]] με μτχ., <i>ἢν τούτους περιίδῃς διαρπάσαντας</i>, εάν ανεχτείς, εάν επιτρέψεις σε αυτούς να αρπάξουν..., σε Ηρόδ.· μὴ [[περιιδεῖν]] τὴν ἡγεμονίην [[αὖτις]] ἐς Μήδους περιελθοῦσαν, στον ίδ. κ.λπ.· [[ταῦτα]] [[περιιδεῖν]] γιγνόμενα, σε Δημ.· [[αλλά]], εἰ [[ὑμᾶς]] τοὺς ἐναντιουμένους περιίδοιμεν, αν παραβλέψουμε την αντίθεσή σας, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> με απαρ., <i>περιιδόντες τοὺς Πέρσας ἐσελθεῖν</i>, ανεχτήκαμε να εισχωρήσουν αυτοί, σε Ηρόδ. κ.λπ.· με [[παράλειψη]] του απαρ., <i>οὐκ ἄν με περιεῖδες</i> (<i>ποιέειν</i>), στον ίδ.· [[περιοράω]] τὴν ὕβριν, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[περιμένω]], τὸ [[μέλλον]] [[περιιδεῖν]], σε Θουκ.<br /><b class="num">III. 1.</b> Μέσ., [[εξετάζω]] [[πριν]] να πράξω [[κάτι]], [[παρατηρώ]] την [[πορεία]] των πραγμάτων, [[αγρυπνώ]] και [[περιμένω]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., [[βλέπω]] [[τριγύρω]] με [[προσοχή]], [[προστατεύω]], [[προφυλάσσω]], στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περιοράω:''' (impf. περιεώρων, - ион. περιώρεον, fut. περιόψομαι, aor. 2 [[περιεῖδον]], pf. περιεόρᾱκα; pass.: aor. περιώφθην, pf. περιῶμμαι)<br /><b class="num">1)</b> тж. med. озираться, высматривать, выжидать (τὸ [[μέλλον]] Thuc.): μέλλοντες καὶ περιορώμενοι Thuc. медля и выжидая; περιορώμενοι, ὁποτέρων ἡ [[νίκη]] [[ἔσται]] Thuc. выжидая, на чьей стороне будет победа;<br /><b class="num">2)</b> med. опасаться: τῆς [[Μένδης]] περιορώμενος μή τι πάθῃ Thuc. опасаясь, как бы с Мендой что-л. не приключилось;<br /><b class="num">3)</b> предоставлять, допускать, позволять: μὴ [[περιϊδεῖν]] τὴν ἡγεμονίην [[αὖτις]] ἐς Μήδους περιελθοῦσαν Her. не допустить, чтобы господство снова перешло к мидянам; οὐ μή σε περιόψομαι ἀπελθόντα Arph. я не дам тебе уйти; π. τινα διαφθειρόμενον Thuc. дать кому-л. погибнуть; εἰ [[ὑμᾶς]] τοὺς ἐναντιουμένους περιΐδοιμεν Thuc. если бы мы вам позволили мешать нам; οὐ περιορᾶν παριέναι Her. не разрешить приблизиться, т. е. не впустить;<br /><b class="num">4)</b> оставлять без внимания, пренебрегать: μή [[σφε]] περιΐδῃς [[πτωχάς]] Soph. не оставь их обеих в нищете; οὐ μή με περιόψεται ἄνιππον (sc. [[ὄντα]]) Arph. он не оставит меня без лошади; περιορωμένη ὑπὸ φιλοσοφίας [[μηχανική]] Plut. механика, бывшая в пренебрежении у философии;<br /><b class="num">5)</b> med. уклоняться, избегать (μὴ περιορᾶσθε τοὺς πολεμικοὺς κινδύνους Thuc.). | |||
}} | }} |
Revision as of 02:04, 1 January 2019
English (LSJ)
impf. περιεώρων, Ion.
A περιώρων Hdt.3.118: pf. περιεόρᾱκα D.18.64 (περιωρακυῖα cod. S), etc.: fut. περιόψομαι Ar.Nu.124, etc.: aor. 2 περιεῖδον (v. infr.):—look round upon, Arist.Mete.345b8:—Pass., ib.a28. 2 abs., take a look round, Thphr.Char.25.3. II look over, overlook, i.e. look on without regarding, allow, suffer: 1 mostly c. part., ἢν τούτους περιίδης διαρπάσαντας Hdt.1.89 ; μὴ περιιδεῖν τὴν ἡγεμονίην αὖτις ἐς Μήδους περιελθοῦσαν Id.3.65, cf. 2.110, 4.118, Ar.Ach.167, Ra.509, Antipho 3.1.2, Th.1.24 ; ταῦτα περιιδεῖν γιγνόμενα D.18.63, cf. 21.115 (but with Art., εἰ ὑμᾶς τοὺς ἐναντιουμένους περιίδοιμεν if we should leave you who are opposing us alone, Th.4.87): with gen. abs., σφετεριζομένων Θηβαίων τὴν Εὔβοιαν οὐ περιείδετε D.18.99: rarely without part., οὐ περιόψεται μ' ἄνιππον [ὄντα] Ar.Nu.124 ; μηδέν' ἐν συμφορᾷ (sc. ὄντα) τῶν πολιτῶν π. D.19.230 : simply c. acc. pers., disregard a suppliant, Men.Per.6, PMagd.6.11 (iii B. C.), etc. 2 c. inf., περιιδόντες τοὺς Πέρσας ἐσελθεῖν Hdt.1.191; τοὺς προπόλους . . οὐ περιορᾶν παριέναι Id.2.63, cf. 1.24, Th.1.35, etc.; ἀποθανεῖν Porph. Abst.3.14: with inf. omitted, οὐκ ἄν με περιεῖδες [ποιέειν] Hdt.3.155; ὁ πυλουρὸς καὶ ὁ ἀγγελιηφόρος οὐ περιώρων [αὐτὸν ἐσιέναι] ib.118, cf. Th.1.39, etc.; περιιδεῖν τινα ἐπὶ πράγματι Hyp.Eux.38 ; ἐάν τ' οὖν δοῦλον ἐάν τ' οὖν καὶ ἐλεύθερον περιορᾷ Pl.Lg.934d ; π. τὴν ὕβριν τινός X.HG2.1.9: rarely c.gen., π.τῶν ἄλλων Plu.2.764d codd.; τοῦ πλείονος βίου Polem.Cyn.20. III watch closely, observe, περιορώμενοι ὑπὸ τῶν Αακεδαιμονίων Th.5.31. 2 wait for, τὸ μέλλον περιιδεῖν Id.4.71 ; π. εἴ τινες βοηθήσουσιν Isoc.9.30. IV kcep watch for or on behalf of, θεοῦ J.AJ4.2.2. V Med., watch the turn of events, Th.6.93,103,7.33 ; π. ὁποτέρων ἡ νίκη ἔσται Id.4.73. 2 c. gen., look round after, watch over, τῆς Μένδης περιορώμενος ib.124. 3 consider anxiously, τοὺς πολεμικοὺς κινδύνους Id.2.43.
German (Pape)
[Seite 585] (s. ὁράω), 1) umherschauen, nach allen Seiten umherblicken, Sp. – 2) übersehen, darüberwegsehen, dah. vernachlässigen; gew. c. partic., ruhig mit ansehen u. geschehen lassen, μή σφε περιίδῃς ἀλωμένας Soph. O. R. 1505, Conj. für παρίδῃς; Ar. oft: ταυτὶ περιείδεθ' οἱ πρυτάνεις πάσχοντά με, Ach. 167; οὐ μή σε περιόψομαι ἀπελθόντα, Ran. 509, ich werde dich nicht weggehen lassen; εἰ μή με βούλεσθ' ἀποπνιγέντα περιιδεῖν, Pax 10; in Prosa: ἢν τούτους περιΐδῃς διαρπάσαντας, Her. 1, 89; μὴ περιιδεῖν τὴν ἡγεμονίην αὖτις ἐς Μήδους περιελθοῦσαν, 3, 65; 9, 41 u. sonst; auch c. inf., 1, 24. 4, 113; ἐδέοντο δὲ μὴ σφᾶς περιορᾶν διαφθειρομένους, Thuc. 1, 25, u. oft; auch c. int., 2, 40. 4, 28. 5, 29; περιεῖδεν ἡμᾶς οὐδενὸς ἐνδεεῖς ὄντας, Is. 1, 12; auch περιιδεῖν ἐνδεεῖς τινος, Plat. Rep. VII, 538 b; δ οῦλον, ἐλεύθερόν τινα, Legg. XI, 934 d; Xen. u. Folgde; vgl. Pol. 1, 49, 8. 2, 9, 8 u. sonst. – Med. sich umsehen, d. i. zögern, abwarten; neben μέλλειν Thuc. 6, 93; auch τινός, sich wonach umsehen, Sorge wofür tragen, 4, 125.
Greek (Liddell-Scott)
περιοράω: παρατ. περιεώρων, Ἰωνικ. περιώρεον· πρκμ. περιεόρᾱκα· - ἀκολούθως ἐκ τῆς √ΟΠ-, μέλλ. περιόψομαι, παθ. πρκμ. περιῶμμαι, παθ. ἀόρ. περιώφθην· ἐκ δὲ τῆς √ΙΔ- (δηλ. ϜΙΔ·) σχηματίζεται ὁ ἀόρ. β΄ περιεῖδον· περὶ τοῦ πρκμ. περίοιδα, ἰδὲ τὴν λ. βλέπω ὁλόγυρα, Λατ. circumspicer Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 8, 8, πρβλ. 5. ΙΙ. παραβλέπω, δηλ. βλέπω καὶ δὲν παρατηρῶ, ἐπιτρέπω, ἀνέχομαι. 1) τὸ πλεῖστον μετὰ μετοχ., οὐ περιεῖδον αὐτὸν ἀναρπασθέντα, δὲν παρέβλεψαν αὐτὸν ἀναρπαζόμενον, δηλ. δὲν ἐπέτρεψαν νὰ ἀναρπασθῇ, Ἡρόδ. 1. 89· μὴ περιιδεῖν τὴν ἡγεμονίην αὖτις ἐς Μήδους περιελθοῦσαν ὁ αὐτ. 3. 65, πρβλ. 2. 110., 4. 118, Σοφ. Ο. Τ. 1705, Ἀριστοφ. Ἀχ. 167, Βάτρ. 509, Ἀντιφῶν 112. 15, Θουκ. 1. 24· ταῦτα περιιδεῖν γιγνόμενα Δημ. 246, 8, πρβλ. 552. 7· (διάφορος ἡ μετ’ ἐνάρθρου μετοχῆς χρῆσις: εἰ ὑμᾶς τοὺς ἐναντιουμένους περιίδοιμεν, ἂν παρίδωμεν τὴν ἐναντίωσιν ὑμῶν, Θουκ. 4. 87)· - σπανίως ἡ μετοχὴ παραλείπεται, οὐ μή με περιόψεται ἄνιππον [[[ὄντα]]] Ἀριστοφ. Νεφ. 124. 2) μετ’ ἀπαρ., περιιδόντες τοὺς Πέρσας ἐσελθεῖν Ἡρόδ. 1. 191· τοὺς προπόλους .. οὐ περιορᾶν παριέναι ὁ αὐτ. 2. 64, πρβλ. 1. 24. 191, Θουκ. 1. 35. κτλ.· - παραλειπομένης τῆς ἀπαρ., οὐκ ἄν με περιεῖδες [ποιέειν] Ἡρόδ. 3. 155· ὁ πυλουρὸς καὶ ὁ ἀγγελιηφόρος οὐ περιώρεον [αὐτὸν ἐσιέναι] ὁ αὐτ. 3 118, πρβλ. Θουκ. 1. 39, κτλ. περιιδεῖν τινα ἐπί τινι Ὑπερείδ. ὑπὲρ Εὐξεν. 47· ἐάν τε δοῦλον ἐάν τ’ οὖν καὶ ἐλεύθερον περιορᾷ Πλάτ. Νόμ. 934D· π. τὴν ὕβριν τινὸς Ξεν. Ἑλλ. 2. 1, 9· - σπανίως μετὰ γεν., ὡς τὸ ὑπεροράω ΙΙ. 2, 6, π. τῶν ἄλλων Πλούτ. 2. 764C. III. περιμένω τι, τὸ μέλλον περιιδεῖν Θουκ. 4. 71· π. εἴ τινες βοηθήσουσι Ἰσοκρ. 194D. IV. Μέσ., περιβλέπω πρὶν πράξω τι, ἀγρύπνως παρατηρῶ τὴν πορείαν τῶν πραγμάτων, ἀγρυπνῶ καὶ περιμένω, Θουκ. 5, 31., 6. 93, 103., 7. 33· π. ὁποτέρων ἡ νίκη ἔσται ὁ αὐτ. 4. 73. 2) μετὰ γεν., βλέπω ὁλόγυρα πρός τι, ἀγρύπνως παρατηρῶ, παραφυλάττω, τῆς Μένδης περιορώμενοι ὁ αὐτ. 4. 124 3) ἀμελῶ, ἀπέχομαι, τοὺς πολεμικοὺς κινδύνους ὁ αὐτ. 2. 43 (ἂν καὶ ἠδύνατο τοῦτο νὰ ἀνήκη εἰς τὴν σημασίαν ΙΙ. 1).
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
f. περιόψομαι, ao.2 περιεῖδον, pf. περιεόρακα;
Pass. ao. περιώφθην, pf. περιῶμμαι;
1 voir ou regarder autour ; observer, considérer, acc. ; περιορᾶν τὸ μέλλον THC regarder l’avenir, attendre les événements;
2 regarder d’un œil distrait, avec indifférence ou dédain, acc., rar. gén. ; avec un inf., tolérer, permettre : περιορᾶν παριέναι HDT laisser s’approcher;
Moy. περιοράομαι-ῶμαι;
1 regarder avec soin autour de soi, veiller, observer : ὁποτέρων ἡ νίκη ἔσται THC auquel des deux partis restera la victoire;
2 regarder autour de soi avec inquiétude, être inquiet au sujet de, gén..
Étymologie: περί, ὁράω.
Greek Monotonic
περιοράω: παρατ. περιεώρων, Ιων. παρακ. περιεόρᾱκα· μέλ. -όψομαι, Παθ. παρακ. -ῶμμαι, αόρ. αʹ Παθ. -ώφθην, αόρ. βʹ περιεῖδον· αντί παρακ. περίοιδα, βλ. αυτ.· επιθεωρώ, παραβλέπω, δηλ. επιτρέπω, ανέχομαι,
I. 1. κυρίως με μτχ., ἢν τούτους περιίδῃς διαρπάσαντας, εάν ανεχτείς, εάν επιτρέψεις σε αυτούς να αρπάξουν..., σε Ηρόδ.· μὴ περιιδεῖν τὴν ἡγεμονίην αὖτις ἐς Μήδους περιελθοῦσαν, στον ίδ. κ.λπ.· ταῦτα περιιδεῖν γιγνόμενα, σε Δημ.· αλλά, εἰ ὑμᾶς τοὺς ἐναντιουμένους περιίδοιμεν, αν παραβλέψουμε την αντίθεσή σας, σε Θουκ.
2. με απαρ., περιιδόντες τοὺς Πέρσας ἐσελθεῖν, ανεχτήκαμε να εισχωρήσουν αυτοί, σε Ηρόδ. κ.λπ.· με παράλειψη του απαρ., οὐκ ἄν με περιεῖδες (ποιέειν), στον ίδ.· περιοράω τὴν ὕβριν, σε Ξεν.
II. περιμένω, τὸ μέλλον περιιδεῖν, σε Θουκ.
III. 1. Μέσ., εξετάζω πριν να πράξω κάτι, παρατηρώ την πορεία των πραγμάτων, αγρυπνώ και περιμένω, στον ίδ.
2. με γεν., βλέπω τριγύρω με προσοχή, προστατεύω, προφυλάσσω, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
περιοράω: (impf. περιεώρων, - ион. περιώρεον, fut. περιόψομαι, aor. 2 περιεῖδον, pf. περιεόρᾱκα; pass.: aor. περιώφθην, pf. περιῶμμαι)
1) тж. med. озираться, высматривать, выжидать (τὸ μέλλον Thuc.): μέλλοντες καὶ περιορώμενοι Thuc. медля и выжидая; περιορώμενοι, ὁποτέρων ἡ νίκη ἔσται Thuc. выжидая, на чьей стороне будет победа;
2) med. опасаться: τῆς Μένδης περιορώμενος μή τι πάθῃ Thuc. опасаясь, как бы с Мендой что-л. не приключилось;
3) предоставлять, допускать, позволять: μὴ περιϊδεῖν τὴν ἡγεμονίην αὖτις ἐς Μήδους περιελθοῦσαν Her. не допустить, чтобы господство снова перешло к мидянам; οὐ μή σε περιόψομαι ἀπελθόντα Arph. я не дам тебе уйти; π. τινα διαφθειρόμενον Thuc. дать кому-л. погибнуть; εἰ ὑμᾶς τοὺς ἐναντιουμένους περιΐδοιμεν Thuc. если бы мы вам позволили мешать нам; οὐ περιορᾶν παριέναι Her. не разрешить приблизиться, т. е. не впустить;
4) оставлять без внимания, пренебрегать: μή σφε περιΐδῃς πτωχάς Soph. не оставь их обеих в нищете; οὐ μή με περιόψεται ἄνιππον (sc. ὄντα) Arph. он не оставит меня без лошади; περιορωμένη ὑπὸ φιλοσοφίας μηχανική Plut. механика, бывшая в пренебрежении у философии;
5) med. уклоняться, избегать (μὴ περιορᾶσθε τοὺς πολεμικοὺς κινδύνους Thuc.).