φλογερός: Difference between revisions
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φλογερός:''' -ά, -όν, αυτός που εκπέμπει φλόγες, [[φλογερός]], [[κόκκινος]], σε Ευρ. | |lsmtext='''φλογερός:''' -ά, -όν, αυτός που εκπέμπει φλόγες, [[φλογερός]], [[κόκκινος]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φλογερός:''' Anacr., Eur., Anth. = [[φλόγεος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:40, 1 January 2019
English (LSJ)
ά, όν, = foreg.,
A blazing, flaming, fiery-red, σέλας E.Hel.1127 (lyr.); αἰθήρ Id.El.991 (anap.); ἀκτῖνες A.R.4.126: Comp. -ώτερον ἔγχος IG14.2012.20 (Sulp.Max.): metaph. of love, φ. πῦρ, ὀϊστός, AP5.238 (Paul.Sil.), 9.443 (Id.).
German (Pape)
[Seite 1292] = φλόγεος, brennend, leuchtend, feuerroth; σέλας Eur. Hel. 1136; αἰθήρ El. 991; ἄστρον Anacr. 59, 36.
Greek (Liddell-Scott)
φλογερός: -ά, -όν, (φλὸξ) ὡς καὶ νῦν, ἐκπέμπων φλόγας, πυρώδης, ἔχων χρῶμα φλογός, σέλας Εὐρ. Ἑλ. 1126· αἰθὴρ ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 991· ἀκτῖνες Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 126· ― μεταφορ., ἐπὶ ἔρωτος, Ἀνθ. Παλατ. 5. 239., 9. 443.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
enflammé, ardent, resplendissant.
Étymologie: φλόξ.
Greek Monolingual
-ή, -ό / φλογερός, -ά, -όν, ΝΑ
1. αυτός που εκπέμπει φλόγα, που καίει, καυτερός (α. «φλογερό καμίνι» β. «φλογεραὶ ἀκτῑνες», Απολλ. Ρόδ.)
2. μτφ. (για συναίσθημα) πολύ έντονος, παράφορος (α. «φλογερός έρωτας» β. «φλογερός πατριωτισμός» γ. «ἐσβέσθη φλογεροῖο πυρὸς μένος», Ανθ. Παλ.)
αρχ.
1. αυτός που έχει το χρώμα της φλόγας, ερυθρός
2. αυτός που εκπέμπει λάμψη ή φως («φλογερὸν ἄστρον», Ανακρ.).
επίρρ...
φλογερώς και φλογερά Ν
1. με φλογερό τρόπο
2. μτφ. περιπαθώς, διακαώς («αγαπάει φλογερά τη μνηστή του»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλόξ, φλογός + κατάλ. -ερός (πρβλ. τρυφ-ερός)].
Greek Monotonic
φλογερός: -ά, -όν, αυτός που εκπέμπει φλόγες, φλογερός, κόκκινος, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
φλογερός: Anacr., Eur., Anth. = φλόγεος.