πάρδαλις: Difference between revisions

From LSJ

γυναιξὶ κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → it is silence that gives women dignity

Source
(3b)
(nl)
Line 39: Line 39:
{{elru
{{elru
|elrutext='''πάρδᾰλις:''' εως, ион. ιος ἡ леопард, пантера или барс Hom., Plat., Arph. etc.
|elrutext='''πάρδᾰλις:''' εως, ион. ιος ἡ леопард, пантера или барс Hom., Plat., Arph. etc.
}}
{{elnl
|elnltext=πάρδαλις -εως, ἡ, Ion. gen. –ιος, panter.
}}
}}

Revision as of 07:40, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάρδᾰλις Medium diacritics: πάρδαλις Low diacritics: πάρδαλις Capitals: ΠΑΡΔΑΛΙΣ
Transliteration A: párdalis Transliteration B: pardalis Transliteration C: pardalis Beta Code: pa/rdalis

English (LSJ)

or πόρδᾰλις (v. infr.), ἡ, gen. εως, Ep. and Ion. ιος Il.17.20, etc. ; dat. ει Ar.Nu.347 :—

   A leopard, Felis pardus, Il. 13.103, 17.20, 21.573, Od.4.457, h.Ven.71, Semon.(?)in PLit.Lond.53r.3, Arist. HA500a28, Phgn.809b36, Opp.C.3.63, etc.—Acc. to Apion (ap. Apollon.Lex. s.v. πόρδαλις) πόρδαλις was the male, πάρδαλις the female, cf. Hsch. ; but πόρδαλις was used of the animal, παρδαλέη of its skin, acc. to EM652.38, Phot. ; Aristarch. wrote πάρδ- in Hom. ; Ar. has πάρδ- Nu. l. c., but πόρδ- Lys. 1015 ; πάρδ- is found in Pl. La. 196e, Thphr.CP6.5.2, 6.17.9, and always in Arist. ; πόρδ- in S. Ichn.296.    II a ravenous sea-fish, Ael.NA9.49, Opp.H.1.368.    III = πάρδαλος 11, Hsch.    IV name of a plaster, Aët. 12.1.

German (Pape)

[Seite 509] εως, ion. ιος, ἡ, – 1) Pardel, Panther, die ältere Form für πόρδαλις, die auch Spitzner u. Bekker mit Aristarch wieder aufgenommen haben, Il. 13, 103 (wo Spitzner zu vgl.). 17, 20. 21, 573; Xen. Cyn. 11, 1; Arist. H. A. 9, 6 u. Folgde. Nach Apion u. Hesych. machten Einige den Unterschied, daß πάρδαλις das weibliche, πόρδαλις das männliche Thier sei; vgl. Apoll. L. H.; Phot. erkl. πάρδαλις für die att. Form u. bemerkt, daß das Thier bei Hom. mit ο, das Fell mit α geschrieben werde. – 2) ein räuberisches Seethier, κῆτος, wahrscheinlich eine gefleckte Haifischart; Ael. H. A. 9, 49. 16, 18; Opp. H. 1, 368; bei Ael. H. A. 11, 24 ein Fisch des rothen Meeres.

Greek (Liddell-Scott)

πάρδᾰλις: ἢ πόρδαλις (ἴδε κατωτ.), ἡ· γεν. -εως, Ἰων. -ιος· δοτ. -ει Ἀριστοφ. Νεφ. 346· ― ὡς τὸ πάρδος, τὸ γνωστὸν θηρίον πάρδαλις, Felis pardus, δηλ. λεόπαρδος, ἢ πάνθηρ ἢ μικρά τις πάρδαλις (ἅτινα πάντα φαίνεται ὅτι εἶχον τὸ αὐτὸ ὄνομα παρὰ τοῖς παλαιοῖς ἄνευ διακρίσεως), Ἰλ. Ν. 103, Ρ. 20, Φ. 573, Ὀδ. Δ. 457, καὶ Ἀττ.· πρβλ. πάνθηρ. ― Κατὰ τὸν Ἀπίωνα πόρδαλις ἦτο τὰ ἄρσεν, πάρδαλις δὲ τὸ θῆλυ, πρβλ. Ἀπολλ. Λεξ. ἐν λέξ., «πόρδαλις· ὁ ἄρσην, ἡ δὲ θήλεια πάρδαλις» Ἡσύχ., Ἐτυμολ. Μέγ. 652, 29· ἐνῷ ὁ Φώτ. λέγει, «Ὅμηρος τὸ μὲν ζῷον διὰ τοῦ ο, τὴν δὲ δορὰν διὰ τοῦ α», ἴδε πόρδαλις, πορδαλέη, Spitzn. εἰς Ἰλ. Ν. 103· νεώτεροι ἐκδόται τοῦ Ὁμήρου ἑπόμενοι τῷ Ἀριστάρχ. γράφουσι πάρδαλις· ὁ Ἀριστοφ, ἔχει πάρδ- ἐν Νεφ., ἔνθ’ ἀνωτ. ἀλλὰ πόρδἐν Λυσ. 1015· πάρδ- ἐν Πλάτ. Λάχ. 196Ε· παρ᾿ Ἀριστ. ἀείποτε πάρδ-. ΙΙ. ἁρπακτικός τις ἰχθὺς θαλάσσιος, πιθανῶς εἶδος στικτοῦ καρχαρίου, Αἰλ. περὶ Ζ. 9. 49, Ὀππ. Ἁλ. 1. 368.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 panthère ou léopard, animal;
2 une sorte de requin tacheté, poisson.
Étymologie: πάρδος.

English (Autenrieth)

see πόρδαλις.

Spanish

leopardo

English (Strong)

feminine of pardos (a panther); a leopard: leopard.

English (Thayer)

(παρεδρεύω) (from πάρεδρος, sitting beside (cf. παρά, IV:1)); to sit beside, attend constantly (Latin assidere) (Euripides, Polybius, Diodorus, others): τῷ θυσιαστηρίῳ, to perform the duties pertaining to the offering of sacrifices and incense (to wait upon), L T Tr WH (for προσεδρεύω).

Greek Monolingual

-άλεως, η, ΝΜΑ, πόρδαλις, ὁ, Α
παλαιά λόγια ονομασία γένους αιλουροειδών και ειδικότερα της λεοπάρδαλης και του οσελότου (α. «πόρδαλις
ἄρσην ἡ δὲ θήλεια πάρδαλις», Απολλώνιου Σοφιστού Λεξικόν
β. «πόρδαλιν οἱ ἄλλοι Ἕλληνες
Ἀττικοὶ πάρδαλιν», Φώτ.)
αρχ.
1. είδος αρπακτικού θαλάσσιου ψαριού
2. το πτηνό παρδαλός
3. είδος εμπλάστρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνεια λ., ανατολικής προέλευσης, η οποία συνδέεται με: ιραν. Pwrδnκ, περσ. palang, αρχ. ινδ. prdāku-. To λατ. pardus, από όπου προήλθαν τα αρχ. άνω γερμ. pardo και ρωσ. pardus, έχει πιθ. σχηματιστεί από την ελλ. λ. πάρδαλις. Η ελλ. λ. είναι θηλυκού γένους (πρβλ. τίγρις) και εμφανίζει επίθημα -αλις (πρβλ. δάμ-αλις), το οποίο, όμως, παραμένει δυσερμήνευτο. Τέλος, η λ. χρησιμοποιήθηκε ως ονομ. ενός ψαριού, πιθ. λόγω του χρώματος και τών κηλίδων του.].

Greek Monotonic

πάρδᾰλις: ἡ, γεν. -εως, Ιων. -ιος, δοτ. -ει, λεοπάρδαλη, πάνθηρας ή αιλουροειδές, σε Όμηρ., Αττ.

Russian (Dvoretsky)

πάρδᾰλις: εως, ион. ιος ἡ леопард, пантера или барс Hom., Plat., Arph. etc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πάρδαλις -εως, ἡ, Ion. gen. –ιος, panter.