ἁμαμηλίς: Difference between revisions

From LSJ

Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.

Source
(3)
(1)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἁμαμηλίς]] (-[[ίδος]]), η (Α)<br />[[ἐπιμηλίς]], [[μουσμουλιά]] (Mespilus germanica).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ονομασία φυτού που απαντά και ως <i>ὁμομηλις</i> ή [[ἐπιμηλίς]]. Η λ. προήλθε από αρχικό τ. <i>ἁμά</i>-<i>μηλος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ἅμα</i> <span style="color: red;">+</span> [[μῆλον]].
|mltxt=[[ἁμαμηλίς]] (-[[ίδος]]), η (Α)<br />[[ἐπιμηλίς]], [[μουσμουλιά]] (Mespilus germanica).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ονομασία φυτού που απαντά και ως <i>ὁμομηλις</i> ή [[ἐπιμηλίς]]. Η λ. προήλθε από αρχικό τ. <i>ἁμά</i>-<i>μηλος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ἅμα</i> <span style="color: red;">+</span> [[μῆλον]].
}}
{{etym
|etymtx=-ίδος<br />Grammatical information: f.<br />Meaning: <b class="b2">a tree or bush with edible fruits</b>, prob. <b class="b2">medlar, Mespilus germanica</b> (Hp.).<br />Origin: GR [a formation built with Greek elements]<br />Etymology: Description in Ath. 14, 650 c-e; the speakers are uncertain about the plant, also about the name: also <b class="b3">ὁμομηλίς</b>, <b class="b3">ἐπιμηλίς</b> (`which resembles ...'). Prob. <b class="b2">which blossoms at the same time as the apple-tree</b>. S. Strömberg Gr. Wortstud. 32
}}
}}

Revision as of 21:25, 2 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁμᾰμηλίς Medium diacritics: ἁμαμηλίς Low diacritics: αμαμηλίς Capitals: ΑΜΑΜΗΛΙΣ
Transliteration A: hamamēlís Transliteration B: hamamēlis Transliteration C: amamilis Beta Code: a(mamhli/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A = ἐπιμηλίς, medlar, Mespilus germanica, Hp. Mul.1.44, Aristomen.11, cf.Ath.14.650c.

German (Pape)

[Seite 115] ίδος, ἡ, eine Baum- oder Strauchart mit eßbaren Früchten, vielleicht Mispel, Hippocr.; Ath. XIV, 650 c οὐκ εἰσὶν ἄπιοι, ὥς τινες οἴονται, ἀλλ' ἕτερόν τι καὶ ἥδιον καὶ ἀπύρηνον, vgl. ἐπιμηλίς. Der Name wurde abgeleitet von ἅμα μήλῳ ἀνθοῦν.

Greek (Liddell-Scott)

ἁμαμηλίς: -ίδος, ἡ, (μῆλον) «ἀπίου γένος, ἢ μήλου ἢ μεσπίλου», Ἡσύχ., «σῦκον τὸ ἅμα μήλῳ ἀνθοῦν», Εὐστ. 878. «αἱ δὲ ἁμαμηλίδες οὐκ εἰσὶν ἄπιοι, ὥς τινες οἴονται, ἀλλ’ ἕτερόν τι καὶ ἥδιον καὶ ἀπύρηνον», Ἀθήν. 565d: πρβλ. ἐπιμηλίς.

Spanish (DGE)

(ἁμᾰμηλίς) -ίδος, ἡ

• Alolema(s): tb. ἀμόμηλις Hsch.
bot. níspero, fruto del níspero, Mespilus germanica L., Hp.Mul.1.44, Aristomen.11, Ath.650c, d, Hsch., Et.Sym.664.

• Etimología: Comp. de ἅμα y μῆλον: ‘que florece a la vez que el manzano’.

Greek Monolingual

ἁμαμηλίς (-ίδος), η (Α)
ἐπιμηλίς, μουσμουλιά (Mespilus germanica).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ονομασία φυτού που απαντά και ως ὁμομηλις ή ἐπιμηλίς. Η λ. προήλθε από αρχικό τ. ἁμά-μηλος < ἅμα + μῆλον.

Frisk Etymological English

-ίδος
Grammatical information: f.
Meaning: a tree or bush with edible fruits, prob. medlar, Mespilus germanica (Hp.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Description in Ath. 14, 650 c-e; the speakers are uncertain about the plant, also about the name: also ὁμομηλίς, ἐπιμηλίς (`which resembles ...'). Prob. which blossoms at the same time as the apple-tree. S. Strömberg Gr. Wortstud. 32