λῶμα: Difference between revisions
Τύχη τέχνην ὤρθωσεν, οὐ τέχνη τύχην → Artem fortuna, non ars fortunam erigit → Das Glück erhöht die Kunst und nicht die Kunst das Glück
(5) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λῶμα:''' -ατος, τό, [[άκρη]] ενδύματος· υποκορ. [[λωμάτιον]], <i>τό</i>, σε Ανθ. | |lsmtext='''λῶμα:''' -ατος, τό, [[άκρη]] ενδύματος· υποκορ. [[λωμάτιον]], <i>τό</i>, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: n.<br />Meaning: <b class="b2">hem, fringe, border of cloths</b> (LXX Ex.)<br />Derivatives: <b class="b3">-λωμάτιον</b> (AP); acc. to EM = <b class="b3">τὸ γυναικεῖον</b>, <b class="b3">ο ὑπὸ Ἀττικῶν ὄχθοβος λέγε-ται</b> ... <b class="b3">καὶ τὸ εἰς τὸ κατώτερον τοῦ ἱματίου ἐπίβλημα</b>; acc. to H. also = <b class="b3">ῥαφή</b>, <b class="b3">κλωσμός</b>. - Besides <b class="b3">ἀσύλλωτοι</b>, of <b class="b3">ὦμοι</b> [[shoulders]] (Call. Dian. 213), prop. <b class="b2">not fixed together, -twisted</b>, i.e. [[uncovered]]; <b class="b3">εὔλωστοι εὑυφεῖς</b>, <b class="b3">λωστοί ἐρραμμένοι</b>, <b class="b3">ἄλωστοι ἄρραφοι</b>, <b class="b3">λωισμόν λῶμα</b> H.; s. Danielsson IF 4, 162ff.<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: By Bezzenberger BB 5, 315 <b class="b3">λῶμα</b> is connected with <b class="b3">εὔληρα</b>, <b class="b3">αὔληρα</b> [[rein]], Lat. [[lōrum]] <b class="b2">id.</b>, with Arm. [[lar]] 'noose, cord'; on the suffixvariation <b class="b3">λῶ-μα</b> : [[lōrum]] cf. e.g. <b class="b3">γνῶ-μα</b>: <b class="b3">γνώ-ρ-ιμος</b>, <b class="b3">κλῆ-μα</b>: <b class="b3">κλῆ-ρος</b>. The words mentioned have all been connected with the root <b class="b2">u̯el-</b> [[turn]], [[wind]], [[twist]], in Greek.further in <b class="b3">εἰλέω</b> (cf. Frisk Eranos 40, 87ff.; <b class="b3">λῶμα</b>: <b class="b3">ἴλλω</b> as <b class="b3">πτῶμα</b>: <b class="b3">πίπτω</b>. But <b class="b3">εὐληρα</b> is Pre-Greek, s.v. - Diff. on <b class="b3">λῶμα</b> Scheftelowitz KZ 53, 268 (to Skt. <b class="b2">lūná-</b> <b class="b2">cut off</b>), Specht KZ 68, 126 (to <b class="b3">λώπη</b> with variation <b class="b3">π</b> : <b class="b3">μ</b>, which is wrong), Machek Studia in hon. Acad. d. Děcev 51 (to Tchech. [[lem]] [[fringe]]); all unconvincing. Cf. [[λωτις]], [[λωστυς]]. Not cognate is <b class="b3">λώδιξ</b> <b class="b2">woven cover</b> (from Lat. [[lōdīx]]; s. W.-Hofmann s. v.). | |||
}} | }} |
Revision as of 03:20, 3 January 2019
English (LSJ)
ατος, τό,
A hem, fringe, border, of a robe, LXXEx.28.29(33), al.:—Dim. λωμάτιον, τό, AP11.210 (Lucill.).
German (Pape)
[Seite 76] τό, Saum, Vorstoß, unten am Kleide, LXX.; Hesych. auch ἐπίβλημα erkl.
Greek (Liddell-Scott)
λῶμα: τό, τὸ κράσπεδον, ἡ ᾤα, ἡ ἄκρα τοῦ ἐνδύματος, Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΚΗ΄, 29), Ἐκκλ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «λῶμα˙ ῥαφή, κλωσμός, ἡ εἰς τὸ κατώτερον τοῦ ἱματίου…». ― Κατὰ τὸν Μέγ. Ἐτυμολόγον (570. 53): «λῶμα τὸ γυναικεῖον, ὃ ὑπὸ Ἀττικῶν ὄχθοβος (ἢ ὄχθοιβος) λέγεται τὸ εἰς τὸ κατώτερον τοῦ ἱματίου ἐπίβλημα ἐκ βύσσου καὶ πορφύρας, κτλ.»˙ ― ὑποκοριστ. λωμάτιον, τό, Ἀνθ. Π. 11. 210.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
frange ou lisière, bordure d’un vêtement.
Étymologie: DELG étym. inconnue.
Greek Monolingual
το (AM λώμα, -ατος)
νεοελλ.
ναυτ. σχοινί που ράβεται γύρω γύρω από το ιστίο για να το ενισχύσει και να το προφυλάξει από τον άνεμο, κν. γραντί
μσν.
κλωστή, νήμα
αρχ.
1. το κράσπεδο, η άκρη του ενδύματος, η ούγια («καὶ ποιήσεις ὑπὸ τὸ λῶμα τοῡ ὑποδύτου κάτωθεν, ὡσεὶ ἐξανθούσης ῥόας ῥοΐσκους ἐξ ὑακίνθου», ΠΔ)
2. περιδέραιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με τον τ. εὔληρα (δωρ. τ. αὔληρα) «ηνία», λατ. lorum «ιμάντας, λουρί» και αρμ. lar «δεσμός, σχοινί». Κατ' άλλους, όμως, η λ. ανήκει στην οικογένεια της ΙΕ ρίζας wel- «στρέφω, συστρέφω, κυλίω» (πρβλ. εἴλω). Έχουν διατυπωθεί, τέλος, και απόψεις —όχι πολύ πιθανές— κατά τις οποίες η λ. λώμα συνδέεται με αρχ. ινδ. lūna- «αποκομμένος, αποχωρισμένος» ή με λώπη «ιμάτιο, σάλι» ή με τσεχ. lem «κρόσι»].
Greek Monotonic
λῶμα: -ατος, τό, άκρη ενδύματος· υποκορ. λωμάτιον, τό, σε Ανθ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: hem, fringe, border of cloths (LXX Ex.)
Derivatives: -λωμάτιον (AP); acc. to EM = τὸ γυναικεῖον, ο ὑπὸ Ἀττικῶν ὄχθοβος λέγε-ται ... καὶ τὸ εἰς τὸ κατώτερον τοῦ ἱματίου ἐπίβλημα; acc. to H. also = ῥαφή, κλωσμός. - Besides ἀσύλλωτοι, of ὦμοι shoulders (Call. Dian. 213), prop. not fixed together, -twisted, i.e. uncovered; εὔλωστοι εὑυφεῖς, λωστοί ἐρραμμένοι, ἄλωστοι ἄρραφοι, λωισμόν λῶμα H.; s. Danielsson IF 4, 162ff.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: By Bezzenberger BB 5, 315 λῶμα is connected with εὔληρα, αὔληρα rein, Lat. lōrum id., with Arm. lar 'noose, cord'; on the suffixvariation λῶ-μα : lōrum cf. e.g. γνῶ-μα: γνώ-ρ-ιμος, κλῆ-μα: κλῆ-ρος. The words mentioned have all been connected with the root u̯el- turn, wind, twist, in Greek.further in εἰλέω (cf. Frisk Eranos 40, 87ff.; λῶμα: ἴλλω as πτῶμα: πίπτω. But εὐληρα is Pre-Greek, s.v. - Diff. on λῶμα Scheftelowitz KZ 53, 268 (to Skt. lūná- cut off), Specht KZ 68, 126 (to λώπη with variation π : μ, which is wrong), Machek Studia in hon. Acad. d. Děcev 51 (to Tchech. lem fringe); all unconvincing. Cf. λωτις, λωστυς. Not cognate is λώδιξ woven cover (from Lat. lōdīx; s. W.-Hofmann s. v.).