δέρρις: Difference between revisions
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
(nl) |
m (Text replacement - "''' εως ἡ<b class="num">1)" to "''' εως ἡ<br /><b class="num">1)") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''δέρρις:''' εως ἡ<b class="num">1)</b> Anth. = [[δέρμα]] 2;<br /><b class="num">2)</b> кожа для защиты от метательных снарядов (προκαλύμματα εἶχε δέρρεις Thuc.). | |elrutext='''δέρρις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> Anth. = [[δέρμα]] 2;<br /><b class="num">2)</b> кожа для защиты от метательных снарядов (προκαλύμματα εἶχε δέρρεις Thuc.). | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=δέρρις en δέρσις -εως, ἡ [δέρω] huid, vel; milit. plur. schermen, gebruikt als bescherming tegen projectielen. | |elnltext=δέρρις en δέρσις -εως, ἡ [δέρω] huid, vel; milit. plur. schermen, gebruikt als bescherming tegen projectielen. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:30, 5 January 2019
English (LSJ)
εως, ἡ, (Att. form of Δέρσις, cf. δέρω)
A skin, δ. τριχίνη LXX Za.13.4, cf. AP12.33 (Mel.). II leathern covering, of a jerkin, Eup.328; of a curtain, Pl.Com.240, Myrtil.1. III in pl. (sg., Ph.Bel.95.34), screens of skin or hide, hung before fortifications to deaden the enemy's missiles, Th.2.75, Cic.Att.4.19.1, D.S.20.9, Apollod.Poliorc.142.2, Polyaen.3.11.13: generally, curtain, LXXEx. 26.7, al., IG5(1).1390.35 (Andania, i B. C.).
Greek (Liddell-Scott)
δέρρις: -εως, ἡ, (δέρος) βύρσινον κάλυμμα ἢ ἐπένδυμα, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 39, Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 35·- κατὰ πληθ., παραπετάσματα ἐκ δορῶν κρεμάμενα πρὸ τῶν ὀχυρωμάτων, ὅπως ἐξασθενῶσι τῶν ἐχθρικῶν βελῶν τὴν δύναμιν, ὡς τὸ Ρωμ. cilicia, Θουκ. 2. 75 (ἔνθα δέρρεις εἶναι καθόλου δέρματα, διφθέραι δὲ κατειργασμένα δέρματα).
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
couverture de cuir pour protéger les vaisseaux de guerre, les travailleurs dans un siège.
Étymologie: δέρω.
Greek Monolingual
δέρρις και δέρσις, η (Α)
1. δέρμα
2. δερμάτινο κάλυμμα, χιτώνιο
3. παραπέτασμα
4. στον πληθ. δέρρεις
δερμάτινα παραπετάσματα κρεμασμένα μπροστά στα οχυρώματα ή στα πλευρά πολεμικών πλοίων για προφύλαξη από ριπτόμενα εχθρικά βέλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για λ. με εκφραστικό αναδιπλασιασμό που χρησιμοποιούσαν στην καθημερινή, ιδιαίτερα τη στρατιωτική γλώσσα, ενώ κατ' άλλους ανάγεται σε αμάρτυρο τ. δέρσις με αφομοίωση].
Greek Monotonic
δέρρις: -εως, ἡ (δέρος), δερμάτινο περίβλημα ή επένδυση· στον πληθ., παραπετάσματα δοράτων κρεμασμένα μπροστά από τα οχυρώματα (με σκοπό να εξασθενήσουν τη δύναμη των εχθρικών βελών, σε Θουκ.· πρβλ. διφθέρα, κατεργασμένα δέρματα).
Russian (Dvoretsky)
δέρρις: εως ἡ
1) Anth. = δέρμα 2;
2) кожа для защиты от метательных снарядов (προκαλύμματα εἶχε δέρρεις Thuc.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δέρρις en δέρσις -εως, ἡ [δέρω] huid, vel; milit. plur. schermen, gebruikt als bescherming tegen projectielen.