εὐνουχίζω: Difference between revisions
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
(2b) |
m (Text replacement - "˙" to "·") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐνουχίζω''': ὡς καὶ νῡν, [[ἀποτέμνω]] τὰ γεννητικὰ μόριά τινος, καθιστῶ αὐτὸν εὐνοῦχον, τοὺς δὲ πλουσίους μὴ εὐνουχίζων Λουκ. Κρονοσόλων | |lstext='''εὐνουχίζω''': ὡς καὶ νῡν, [[ἀποτέμνω]] τὰ γεννητικὰ μόριά τινος, καθιστῶ αὐτὸν εὐνοῦχον, τοὺς δὲ πλουσίους μὴ εὐνουχίζων Λουκ. Κρονοσόλων 12· εὐν. ἑαυτὸν τῆς ἐπιθυμίας Κλήμ. Ἀλ. 538: - Παθ., Δίων Κ. 68. 2: - ῥηματ. ἐπίθ., εὐνουχιστέον τοὺς μόσχους Γεωπ. 17. 8, 2. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 19:32, 6 January 2019
English (LSJ)
A castrate, τινα Ev.Matt.19.12 (Act. and Pass.), Luc.Sat. 12, etc.; γυναῖκας Xanth.19: metaph., γῆν Philostr.V A6.42; φάρμακον Archig. ap.Orib.8.2.8:—Pass., Gal.4.570, D.C.68.2.
German (Pape)
[Seite 1084] zum Verschnittenen machen, entmannen, Luc. Cronos. 12. – Pass., D. Csss. 68, 2; auch γυναῖκας, Ath. XII, 515 c.
Greek (Liddell-Scott)
εὐνουχίζω: ὡς καὶ νῡν, ἀποτέμνω τὰ γεννητικὰ μόριά τινος, καθιστῶ αὐτὸν εὐνοῦχον, τοὺς δὲ πλουσίους μὴ εὐνουχίζων Λουκ. Κρονοσόλων 12· εὐν. ἑαυτὸν τῆς ἐπιθυμίας Κλήμ. Ἀλ. 538: - Παθ., Δίων Κ. 68. 2: - ῥηματ. ἐπίθ., εὐνουχιστέον τοὺς μόσχους Γεωπ. 17. 8, 2.
French (Bailly abrégé)
rendre eunuque, châtrer, mutiler.
Étymologie: εὐνοῦχος.
English (Strong)
from εὐνοῦχος; to castrate (figuratively, live unmarried): make…eunuch.
English (Thayer)
1st aorist ἐυνουχισα; 1st aorist passive ἐυνουχίσθην; (on the augment cf. Buttmann, 34 (30); WH s Appendix, p. 162); to castrate, unman: passive ὑπό τίνος, ἐυνουχίζειν ἑαυτόν, to make oneself a eunuch, viz. by abstaining (like a eunuch) from marriage, Josephus, Antiquities 10,2, 2; Lucian, Dio Cassius, others.)
Greek Monolingual
και μουνουχίζω (ΑΜ εὐνουχίζω) ευνούχος
αφαιρώ ή καταστρέφω τους γεννητικούς αδένες κάποιου, καθιστώ κάποιον ευνούχο, στειρώνω («εἰσὶν εὐνοῡχοι οἵτινες εὐνούχισαν ἑαυτοὺς διὰ τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανών», ΚΔ)
αρχ.
(μτφ. για τη γη) μεταβάλλω σε άγονο («εὐνουχίζειν γῆν», Φιλόστρ.)
2. (μτφ. για φάρμακο) αφαιρώ τη δραστικότητά του
3. φρ. «εὐνουχίζω ἑμαυτόν» — συγκρατούμαι, εγκρατεύομαι, απέχω από κάτι.
Russian (Dvoretsky)
εὐνουχίζω: делать евнухом, оскоплять (τινά Luc., NT).