Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κάσα: Difference between revisions

From LSJ

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112
(19)
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[κάσα]], ἡ (Α)<br />[[οίκημα]], [[καλύβα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>casa</i> «[[σπίτι]]»].———————— <b>(II)</b><br />η<br /><b>1.</b> [[κιβώτιο]] από σανίδες [[μέσα]] στο οποίο τοποθετούνται αντικείμενα για [[φύλαξη]] ή [[μεταφορά]], [[κασόνι]]<br /><b>2.</b> [[φέρετρο]] νεκρού, [[κιβούρι]], [[νεκροκρέβατο]]<br /><b>3.</b> σιδερένιο [[χρηματοκιβώτιο]]<br /><b>4.</b> [[ταμείο]]<br /><b>5.</b> (σε [[τυχερά]] παιχνίδια) α) το [[ποσό]] που κατατίθεται για την [[χαρτοπαιξία]] («τί [[κάσα]] θα βάλουμε;»)<br />β) (στο [[παιχνίδι]] της πρέφας) η [[χρέωση]] που καθορίζεται αρχικά για [[κάθε]] παίκτη, η οποία αυξομειώνεται ανάλογα με τις επιτυχίες ή τις αποτυχίες του<br /><b>6.</b> το σανιδένιο ή μεταλλικό [[πλαίσιο]] κουφωμάτων στο οποίο στηρίζονται τα θυρόφυλλα ή παραθυρόφυλλα, [[θύρωμα]], αλλ. [[περβάζι]], [[τελάρο]]<br /><b>7.</b> (για αμάξια ή αυτοκίνητα) το [[αμάξωμα]], το [[πήγμα]], αλλ. καροσερί, [[καρότσα]]<br /><b>8.</b> (στην [[τυπογραφία]]) η [[στοιχειοθήκη]], δηλ. ξύλινο [[κιβώτιο]] με μικρά χωρίσματα [[ὅπου]] τοποθετούνται τα τυπογραφικά στοιχεία<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> α) «γκραν [[κάσα]]» — το μεγάλο [[τύμπανο]] ορχήστρας ή στρατιωτικής μουσικής<br />β) <b>ναυτ.</b> i) «[[κάσα]] του τσιμπουκιού» — [[έδρα]] του επιστηλίου<br />ii) «[[κάσα]] του μακαρά» — [[θήκη]] του τροχίλου<br />iii) «[[κάσα]] του κουβουσιού» — η [[βαλβίδα]] της καθόδου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ιταλ. <i>cassa</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>capsa</i> «[[κιβώτιο]]»].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[κάσα]], ἡ (Α)<br />[[οίκημα]], [[καλύβα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>casa</i> «[[σπίτι]]»].<br /><b>(II)</b><br />η<br /><b>1.</b> [[κιβώτιο]] από σανίδες [[μέσα]] στο οποίο τοποθετούνται αντικείμενα για [[φύλαξη]] ή [[μεταφορά]], [[κασόνι]]<br /><b>2.</b> [[φέρετρο]] νεκρού, [[κιβούρι]], [[νεκροκρέβατο]]<br /><b>3.</b> σιδερένιο [[χρηματοκιβώτιο]]<br /><b>4.</b> [[ταμείο]]<br /><b>5.</b> (σε [[τυχερά]] παιχνίδια) α) το [[ποσό]] που κατατίθεται για την [[χαρτοπαιξία]] («τί [[κάσα]] θα βάλουμε;»)<br />β) (στο [[παιχνίδι]] της πρέφας) η [[χρέωση]] που καθορίζεται αρχικά για [[κάθε]] παίκτη, η οποία αυξομειώνεται ανάλογα με τις επιτυχίες ή τις αποτυχίες του<br /><b>6.</b> το σανιδένιο ή μεταλλικό [[πλαίσιο]] κουφωμάτων στο οποίο στηρίζονται τα θυρόφυλλα ή παραθυρόφυλλα, [[θύρωμα]], αλλ. [[περβάζι]], [[τελάρο]]<br /><b>7.</b> (για αμάξια ή αυτοκίνητα) το [[αμάξωμα]], το [[πήγμα]], αλλ. καροσερί, [[καρότσα]]<br /><b>8.</b> (στην [[τυπογραφία]]) η [[στοιχειοθήκη]], δηλ. ξύλινο [[κιβώτιο]] με μικρά χωρίσματα [[ὅπου]] τοποθετούνται τα τυπογραφικά στοιχεία<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> α) «γκραν [[κάσα]]» — το μεγάλο [[τύμπανο]] ορχήστρας ή στρατιωτικής μουσικής<br />β) <b>ναυτ.</b> i) «[[κάσα]] του τσιμπουκιού» — [[έδρα]] του επιστηλίου<br />ii) «[[κάσα]] του μακαρά» — [[θήκη]] του τροχίλου<br />iii) «[[κάσα]] του κουβουσιού» — η [[βαλβίδα]] της καθόδου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ιταλ. <i>cassa</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>capsa</i> «[[κιβώτιο]]»].
}}
}}

Revision as of 14:00, 8 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάσα Medium diacritics: κάσα Low diacritics: κάσα Capitals: ΚΑΣΑ
Transliteration A: kása Transliteration B: kasa Transliteration C: kasa Beta Code: ka/sa

English (LSJ)

ἡ, prob. = Lat.

   A casa, cot, dub. in Ath.Mech.25.7, cf. Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

κάσα: ἡ, τὸ Λατ. casa, οἰκία, καλύβη, οἴκησις, Ἀθήν. Μηχ. σ. 6, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

(I)
κάσα, ἡ (Α)
οίκημα, καλύβα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < λατ. casa «σπίτι»].
(II)
η
1. κιβώτιο από σανίδες μέσα στο οποίο τοποθετούνται αντικείμενα για φύλαξη ή μεταφορά, κασόνι
2. φέρετρο νεκρού, κιβούρι, νεκροκρέβατο
3. σιδερένιο χρηματοκιβώτιο
4. ταμείο
5. (σε τυχερά παιχνίδια) α) το ποσό που κατατίθεται για την χαρτοπαιξία («τί κάσα θα βάλουμε;»)
β) (στο παιχνίδι της πρέφας) η χρέωση που καθορίζεται αρχικά για κάθε παίκτη, η οποία αυξομειώνεται ανάλογα με τις επιτυχίες ή τις αποτυχίες του
6. το σανιδένιο ή μεταλλικό πλαίσιο κουφωμάτων στο οποίο στηρίζονται τα θυρόφυλλα ή παραθυρόφυλλα, θύρωμα, αλλ. περβάζι, τελάρο
7. (για αμάξια ή αυτοκίνητα) το αμάξωμα, το πήγμα, αλλ. καροσερί, καρότσα
8. (στην τυπογραφία) η στοιχειοθήκη, δηλ. ξύλινο κιβώτιο με μικρά χωρίσματα ὅπου τοποθετούνται τα τυπογραφικά στοιχεία
9. φρ. α) «γκραν κάσα» — το μεγάλο τύμπανο ορχήστρας ή στρατιωτικής μουσικής
β) ναυτ. i) «κάσα του τσιμπουκιού» — έδρα του επιστηλίου
ii) «κάσα του μακαρά» — θήκη του τροχίλου
iii) «κάσα του κουβουσιού» — η βαλβίδα της καθόδου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cassa < λατ. capsa «κιβώτιο»].