ἀγαλλιάω: Difference between revisions

From LSJ

ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod

Source
(1)
(1a)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀγαλλιάω:''' NT = ἀγάλλομαι (см. [[ἀγάλλω]]).
|elrutext='''ἀγαλλιάω:''' NT = ἀγάλλομαι (см. [[ἀγάλλω]]).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=late form of ἀγάλλομαι]<br />to [[rejoice]] [[exceedingly]], NTest.
}}
}}

Revision as of 11:35, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγαλλιάω Medium diacritics: ἀγαλλιάω Low diacritics: αγαλλιάω Capitals: ΑΓΑΛΛΙΑΩ
Transliteration A: agalliáō Transliteration B: agalliaō Transliteration C: agalliao Beta Code: a)gallia/w

English (LSJ)

late form of ἀγάλλομαι,

   A rejoice exceedingly, Apoc.19.7 (v.l. ἀγαλλιώμεθα) ; ἠγαλλίᾱσα Ev.Luc.1.47, cf. POxy.1592.4 (iii/iv A.D.):—more common as Dep. ἀγαλλιάομαι, LXX Is.12.6, al.: fut. -άσομαι Ps.5.11: aor. ἠγαλλιᾱσάμην Ps.15(16).2, Ev.Jo.8.56; ἠγαλλιάσθην ib.5.35.—This family of words seems also to have been used in malam partem, ἀγαλλιάζει· λοιδορεῖται, ἀγάλλιος· λοίδορος, ἀγαλμός· λοιδορία, Hsch., cf. EM7.8.

German (Pape)

[Seite 7] (ἀγάλλω), sich freuen, jauchzen, Luc. 1, 47; LXX. – Häufiger im med., N. T., neben χαίρειν Matth. 5, 12; aor. ἠγαλλιάσατο Act. 16, 34; ἀγαλλιαθῆναι Ioh. 5, 35.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγαλλιάω: μεταγεν. τύπος τοῦ ἀγάλλομαι - χαίρω καθ’ ὑπερβολήν. Ἀποκάλ. ιθ΄, 7, (ἄλλη γραφ. ἀγγαλλιώμεθα): ἠγαλλίᾱσα, Εὐαγ. Λουκ. α΄, 47: - συνηθέστερον ὡς ἀποθ. ἀγαλλιάομαι ἢ ἀγαλλιάζομαι, Π. Δ.: μέλλ. -άσομαι αὐτ.: ἀόρ. ἠγαλλιᾱσάμην, Ψαλμ. ιε΄, 9, Εὐαγ. Ἰω. η΄, 56. Ὡσαύτως ἠγαλλιάσθην, Εὐαγ. Ἰω. ε΄, 35. - Ἀλλὰ καὶ αὕτη τῶν λέξεων ἡ οἰκογένεια φαίνεται ὅτι ἦτο ἐν χρήσει καὶ ἐπὶ κακῷ, ἀγαλλιάζει, λοιδορεῖται· ἀγαλμός, λοιδορία· ἀγάλλιος, λοίδορος, Ἡσύχ. πρβλ. Ἐτυμ. Μ. 7, 8· ἔν τινι, ἐπί τινι.

Spanish (DGE)

gener. en v. med. regocijarse, exultar c. el culto ἡ καρδία μου καὶ ἡ σάρξ μου ἠγαλλιάσαντο ἐπὶ θεόν LXX Ps.83.3, ἀγαλλιάσθωσαν ἐνώπιον τοῦ θεοῦ LXX Ps.67.4, ἡ δὲ ψυχή μου ἀγαλλιάσεται ἐπὶ τῷ κυρίῳ LXX Ps.34.9, en el júbilo mesiánico ἀγαλλιᾷ ἡ καρδία μου ἐπὶ τῷ σωτηρίῳ σου LXX Ps.12.6, cf. Ign.Magn.1.1
ἠγαλλιάσατο ἡ γλῶσσά μου LXX Ps.15.9, Act.Ap.2.26, cf. LXX Ps.50.16, ἠγαλλιάσαντο αἱ θυγατέρες τῆς Ἰουδαίας LXX Ps.96.8, cf. 47.12, χαίρετε καὶ ἀγαλλιᾶσθε Eu.Matt.5.12
c. personificaciones ἀγαλλιάσθω ἡ γῆ LXX Pa.1.16.31, Ps.95.11, 96.1, Is.49.13, cf. Gr.Nyss.Res.319.22, τὰ ξύλα LXX Ps.95.12, ἔρημος LXX Is.35.1
c. ac. ἀ. τὴν δικαιοσύνην LXX Ps.50.16, 1Ep.Clem.18.15, (τὸν βασιλέα) LXX To.13.9BA
por la inspiración profética ἐν αὐτῇ τῇ ὥρᾳ ἠγαλλιάσατο τῷ Πνεύματι τῷ Ἁγίῳ καὶ εἶπεν Eu.Luc.10.21
tb. en v. act. regocijarse χαίρωμεν καὶ ἀγαλλιῶμεν Apoc.19.7, cf. Eu.Luc.1.47, POxy.1592.4 (III/IV d.C.), Chrys.M.63.230.

English (Abbott-Smith)

ἀγαλλιάω, -ῶ, Hellenistic form of cl. ἀγάλλω, to glorify, mid. -ομαι, to exult in; [in LXX (most freq. in Pss.) chiefly for גיל, רנן pi.;]
to exult, rejoice greatly: seq. ἐπί, c. dat., Lk 1:47; c. dat. mod., I Pe 1:8, Re 19:7. Mid., with same sense: Mt 5:12, Lk 10:21, Ac 2:26, 16:34, I Pe 4:13; seq. ἵνα, Jo 8:56; ἐν, Jo 5:35 (1 aor. pass. perh. as mid.; but v. Mozley, Psalter, 5), I Pe 1:6 (Cremer, 590). †

English (Strong)

from agan (much) and ἅλλομαι; properly, to jump for joy, i.e. exult: be (exceeding) glad, with exceeding joy, rejoice (greatly).

Greek Monotonic

ἀγαλλιάω: μεταγεν. τύπος του ἀγάλλομαι, χαίρομαι, αγαλλιάζω υπέρμετρα, σε Καινή Διαθήκη· αόρ. αʹ ἠγαλλίᾱσα, στον ίδ.· επίσης ως αποθ., ἀγαλλιάομαι ή ἀγαλλιάζομαι, μέλ. ἀγαλλιάσομαι, Μέσ. αόρ. αʹ ἠγαλλιᾱσάμην και Παθ. ἠγαλλιάσθην, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ἀγαλλιάω: NT = ἀγάλλομαι (см. ἀγάλλω).

Middle Liddell

late form of ἀγάλλομαι]
to rejoice exceedingly, NTest.