φαγεῖν: Difference between revisions

From LSJ

Πενίαν φέρειν οὐ παντός, ἀλλ' ἀνδρὸς σοφοῦ → Perferre inopiam non nisi sapientium est → nicht jeder meistert Armut, nur der weise Mann

Menander, Monostichoi, 463
(4b)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''φᾰγεῖν:''' ион. [[φαγέειν|φᾰγέειν]] inf. aor. 2 к [[ἐσθίω]], поздн. [[φάγομαι]].
|elrutext='''φᾰγεῖν:''' ион. [[φαγέειν|φᾰγέειν]] inf. aor. 2 к [[ἐσθίω]], поздн. [[φάγομαι]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[no pres. in use, used as aor2 of [[ἐσθίω]]<br /><b class="num">I.</b> to eat, [[devour]], φαγέμεν καὶ [[πιέμεν]] Od.; [[φαγεῖν]] τε καὶ [[πιεῖν]] Ar., etc.; c. gen. to eat of a [[thing]], Od.<br /><b class="num">2.</b> to eat up, [[devour]], [[squander]], Od.<br /><b class="num">II.</b> in NTest. occurs a fut. [[φάγομαι]], 2nd sg. φάγεσαι.
}}
}}

Revision as of 11:46, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φᾰγεῖν Medium diacritics: φαγεῖν Low diacritics: φαγείν Capitals: ΦΑΓΕΙΝ
Transliteration A: phageîn Transliteration B: phagein Transliteration C: fagein Beta Code: fagei=n

English (LSJ)

inf. of ἔφαγον, with no pres. in use (exc. in late Gr.,

   A φαγεῖ Anon. in EN448.16; φαγέοις in edd. of Ps.-Phoc.157 is v. dub.), used as aor. 2 of ἐσθίω; later 1pl. ἐφάγαμεν LXX 2 Ki. 19.42 cod.B, 3pl. ἐφάγοσαν ib.Ge.18.8: later fut. is φάγομαι, ib.Si.36.23, Ev.Luc.14.15; 2sg. φάγεσαι LXX Ru.2.14, Ev.Luc.17.8; φάγῃ LXX Ge.3.14; also φαγοῦμαι ib. 2(v.l.); fut. φαγήσω is v. dub. in Lib.Or. 53.29:—eat, devour, both of men and beasts, freq. in Hom.; ἀζηχὲς φαγέμεν καὶ πιέμεν Od.18.3, cf. 15.378, Pl.Lg.831e; reversely, πιόντα ἢ φαγόντα Id.Prt.314a, cf. Phd.81b, E.Cyc.336 (dub. l.): mostly c. acc., Il.21.127, 24.411, etc.: c. gen., eat of a thing, Od.9.102, 15.373; ὄρνιθος ὄρνις πῶς ἂν ἁγνεύοι φαγών; A.Supp.226; ἀπό τινος LXX Ge.2.16.    II eat up, devour, squander, Od.2.76, 4.33. (Cf. παματοφαγέω and Skt. bhájati 'apportion, (Med.) enjoy'.)

German (Pape)

[Seite 1249] inf. aor. II. zu ἐσθίω; – dazu giebt es auch ein späteres hellenistisches fut. φάγομαι, nach ἔδομαι gebildet, das auch als praes. gebraucht wurde, LXX.; vgl. Lob. Phryn. p. 327. Aber ein praes. φάγω kommt nicht vor.

Greek (Liddell-Scott)

φᾰγεῖν: ἀπαρ. τοῦ ἔφαγον, ἄνευ ἐνεστ. ἐν χρήσει· κεῖται δὲ ὡς ἀόρ. βϳ τοῦ ἐσθίω. (Ἐκ τῆς √ΦΑΓ παράγονται καὶ τὰ φαγᾶς, φαγός, ἢ φάγος, κλπ.· πρβλ. Σανσκρ. bhaǵ, bhaǵ-âmi (sortiri), bhak-sh (comedere), Ζενδ. baz (disputiri), bagh-as (sors)· ― πρβλ. παρομοίαν σχέσιν σημασιῶν ἐν ταῖς λέξ. δαίω, δαίς). Φαγεῖν, ἐπί τε ἀνθρώπων καὶ κτηνῶν παρ’ Ὁμ. συχν.· ἀζηχὲς φαγέμεν καὶ πιέμεν Ὀδ. Σ. 3, πρβλ. Ο. 378· πλεῖστα φαγεῖν τε καὶ πιεῖν Ἀριστοφ. Ἀχ. 78, πρβλ. Πλάτ. Νόμ, 831Ε· ἀλλὰ καὶ τἀνάπαλιν, πιόντα καὶ φαγόντα ὁ αὐτ. ἐν Πρωταγ. 314Α, πρβλ. Φαίδωνα 81Β, Εὐριπ. Κύκλ. 336 ― ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον συντάσσεται μετ’ αἰτ., Ἰλ. Φ. 127, Ω. 411 καὶ Ἀττ.· μετὰ γεν., φαγεῖν μέρος ἔκ τινος πράγματος, Ὀδ. Ι. 102, Ο. 373, Αἰσχύλ. Ἱκ. 226· ἀπό τινος Ἑβδ. (Γεν. Βϳ, 16). ΙΙ. καταβιβρώσκω, καταβροχθίζω, καταναλίσκω, καταδαπανῶ, Ὀδ. Β. 76. Δ. 33· ― ὑπάρχει καὶ μεταγεν. Ἑλληνιστικὸς τύπος φάγομαι, Ἑβδ. (Ροὺθ Βϳ, 14), Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιδϳ, 15· βϳ ἑνικ. φάγεσαι, αὐτόθι ιζϳ, 8· κεῖται δὲ ἀντὶ ἐνεστ. παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Σειρὰχ ΛϚϳ, 23)· καὶ φαγοῦμαι παρὰ τοῖς αὐτ. (Γέν. Γϳ, 2)· ― ὑπάρχει καὶ ἐνεργ. ἐνεστ. εὐκτ. φαγέοις παρὰ τῷ Ψευδοφωκυλ. 157 (ἀλλ’ ὁ Bgk. διάγοις), μέλλ. φαγήσω, Λιβάν. 3. 124.

French (Bailly abrégé)

v. φαγέω et ἔφαγον.

English (Slater)

φᾰγεῑν defect. aor.,
   1 have eaten κρεῶν σέθεν διεδάσαντο καὶ φάγον (O. 1.51)

Greek Monolingual

και ιων. και επικ. τ. φαγέειν και φαγέμεν Α
1. τρώγω («πλεῑστα φαγεῑν τε καὶ πιεῑν», Αριστοτ.)
2. μτφ. καταναλώνω, καταδαπανώ («ξεινήϊα πολλὰ φαγόντε ἄλλων ἀνθρώπων», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο αόρ. β' -φαγ-ον (απρμφ. φαγεῖν) του ρ. ἐσθίω «τρώγω» ανάγεται στην ΙΕ ρίζα bhag- με αρχική σημ. «διανέμω, διαιρώ, μοιράζω» (πρβλ. αρχ. ινδ. bhajati «διαιρώ»), από όπου προήλθε η σημ. «καθορίζω ή λαμβάνω ως μερίδιο, ως τμήμα, ως μερίδα» και μέσω αυτής η ρίζα έλαβε τελικά και τη σημ. «τρώγω» (πρβλ. αρχ. ινδ. bhajate «λαμβάνω ένα μέρος, επωφελούμαι», bhak-ta- «μερίδα, γεύμα, τροφή», bhaksati «τρώγω, πίνω, επωφελούμαι», bhaga- «ιδιοκτησία, καλοτυχία», αβεστ. baga- / baγa- «τμήμα, καλοτυχία»)].

Greek Monotonic

φᾰγεῖν: απαρ. του ἔφαγον, χωρίς ενεστ. σε χρήση, χρησιμ. ως αόρ. βʹ του ἐσθίω.
I. 1. τρώω, καταβροχθίζω, φαγέμεν καὶ πιέμεν, σε Ομήρ. Οδ.· φαγεῖν τε καὶ πιεῖν, σε Αριστοφ. κ.λπ.· με γεν., τρώω μέρος από κάποιο πράγμα, σε Ομήρ. Οδ.
2. τρώω, καταβροχθίζω, σπαταλώ, στο ίδ.
II. στην Κ.Δ. εμφανίζεται ένας μέλ. φάγομαι, βʹ ενικ. φάγεσαι.

Russian (Dvoretsky)

φᾰγεῖν: ион. φᾰγέειν inf. aor. 2 к ἐσθίω, поздн. φάγομαι.

Middle Liddell

[no pres. in use, used as aor2 of ἐσθίω
I. to eat, devour, φαγέμεν καὶ πιέμεν Od.; φαγεῖν τε καὶ πιεῖν Ar., etc.; c. gen. to eat of a thing, Od.
2. to eat up, devour, squander, Od.
II. in NTest. occurs a fut. φάγομαι, 2nd sg. φάγεσαι.