ἐφημερία: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott

Menander, Monostichoi, 490
(2b)
(1ab)
Line 33: Line 33:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐφημερία:''' ἡ (у евр. первосвященников) очередь в совершении богослужения NT.
|elrutext='''ἐφημερία:''' ἡ (у евр. первосвященников) очередь в совершении богослужения NT.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐφημερία]], ἡ,<br />ἐφ' ἡμέραν, for the [[daily]] [[service]] of the [[temple]], NTest.
}}
}}

Revision as of 13:00, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐφημερία Medium diacritics: ἐφημερία Low diacritics: εφημερία Capitals: ΕΦΗΜΕΡΙΑ
Transliteration A: ephēmería Transliteration B: ephēmeria Transliteration C: efimeria Beta Code: e)fhmeri/a

English (LSJ)

ἡ,

   A division of the priests for the daily service of the temple, LXX 1 Ch. 23.6, Ne.23.30, Ev.Luc.1.5.    2 the service itself, LXX 1 Es.1.16.

German (Pape)

[Seite 1117] ἡ, die Reihe nach der Tagesordnung, LXX., N. T

Greek (Liddell-Scott)

ἐφημερία: ἡ, τάξις ἢ σειρὰ ἱερέων οἵτινες ἐπὶ μίαν ἑβδομάδα κατὰ περιόδους ἐξετέλουν τὴν ἱερατικὴν αὑτῶν ὑπηρεσίαν, Εὐαγγ. κ. Λουκ. α΄, 5, πρβλ. Ἑβδ. (Α΄, Παραλ. ΚΔ), καλουμένη πατριὰ ὑπὸ Ἰωσήπου ἐν Ἰουδ. Ἀρχ. 7. 14, 7· πρβλ. Ἑβδ. (Α΄, Παραλ. ΚΔ, 4). - Κατὰ Σουΐδ.: «ἐφημερία, ἡ πατριά, λέγεται δὲ καὶ ἡ τῆς ἡμέρας λειτουργία». 2) ἱερατικὴ ὑπηρεσία ἐν ὡρισμένῃ σειρᾷ ἡμερῶν, Ἑβδ. (Νεεμ. ΙΓ΄, 30 κτλ.). 3) ἡ καθ’ ἑκάστην τελουμένη λειτουργία ἱερέως ἢ ἱερομονάχου ἐν τοῖς μοναστηρίοις, Βασίλ. ΙΙΙ. 645Α.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 service quotidien des prêtres dans le temple chez les Juifs;
2 ordre de succession des prêtres pour le service du temple pendant le jour SEPT.
Étymologie: ἐφήμερος.

English (Strong)

from ἐφήμερος; diurnality, i.e. (specially) the quotidian rotation or class of the Jewish priests' service at the Temple, as distributed by families: course.

English (Thayer)

ἐφημερίας, ἡ (efeemerios], ἐφημεριον, by day, lasting or acting for a day, daily), a word not found in secular authors; the Sept. in Chronicles and Nehemiah;
1. a service limited to a stated series of days (cf. German Tagdienst, Wochendienst); so used of the service of the priests and Levites: Wöchnerzunft): Josephus calls πατριαί and ἐφημεριδες, Antiquities 7,14, 7; de vita sua1; Suidas, ἐφημερία. ἡ πατριά λέγεται δέ καί ἡ τῆς ἡμέρας λειτουργία. Cf. Fritzsche, commentary on 3Esdras, p. 12. (BB. DD. under the word <TOPIC:Priest> Priests; Edersheim, Jesus the Messiah, book ii., chapter iii.)

Greek Monolingual

η (Α ἐφημερία)
νεοελλ.
1. υπηρεσία ημέρας, επίβλεψη κατά τη διάρκεια της ημέρας
2. η περίοδος κατά την οποία ο ιερέας εκτελεί τα καθήκοντά του στον ναό εναλλασσόμενος με τους άλλους ιερείς που υπηρετούν μαζί του στον ναό
3. η ενορία του ιερέα, το σύνολο τών ενοριτών του ναού στον οποίο διακονεί κάποιος ιερέας
αρχ.
1. τάξη ιερέων οι οποίοι τελούσαν την ιεροτελεστία στον ναό της Ιερουσαλήμ κάθε εβδομάδα
2. η υπηρεσία τών ιερέων αυτών στον ναό
3. φρ. «κατὰ ἐφημερίας» ή «ἐξ ἐφημερίας» — εκ περιτροπής, κατ' εναλλαγήν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εφήμερος. Με τη νεοελλ. σημασία 2 και 3 < εφημέριος].

Greek Monotonic

ἐφημερία: ἡ (ἐφ'ἡμέραν), λέγεται για ιερείς, σειρά της καθημερινής ιερουργίας, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ἐφημερία: ἡ (у евр. первосвященников) очередь в совершении богослужения NT.

Middle Liddell

ἐφημερία, ἡ,
ἐφ' ἡμέραν, for the daily service of the temple, NTest.