εὔρωστος: Difference between revisions

From LSJ

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source
(2b)
(1ab)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''εὔρωστος:''' сильный, крепкий (τὸ [[σῶμα]] Xen. и τῷ σώματι Isocr.; τὴν ψυχήν Arst. и τῇ ψυχῇ Plut.).
|elrutext='''εὔρωστος:''' сильный, крепкий (τὸ [[σῶμα]] Xen. и τῷ σώματι Isocr.; τὴν ψυχήν Arst. и τῇ ψυχῇ Plut.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=εὔ-ρωστος, ον [[ῥώννυμι]]<br />[[stout]], [[strong]], Xen. adv. -τως, Xen.
}}
}}

Revision as of 13:45, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔρωστος Medium diacritics: εὔρωστος Low diacritics: εύρωστος Capitals: ΕΥΡΩΣΤΟΣ
Transliteration A: eúrōstos Transliteration B: eurōstos Transliteration C: eyrostos Beta Code: eu)/rwstos

English (LSJ)

ον, (ῥώννυμι)

   A stout, strong, ἱππεῖς X.HG4.3.6, cf.Aen. Tact.1.7, PCair.Zen.56.1 (iii B.C.), etc.; στόμα Arist.HA617b3; εὔρωστος τὸ σῶμα X. HG6.1.6; τῷ σώματι Isoc.15.116 (Sup.); τὰς ψυχάς Arist.Phgn.810a25. Adv. -τως X.Ages.2.24; εὐ. τὸν βίον διάξετε Antiph.1 D.

German (Pape)

[Seite 1096] wohl bei Kräften, gesund u. stark, Hippocr.; Xen. Hell. 4, 3, 6; τὸ σῶμα 6, 1, 6; τῷ σώματι Isocr. – Adv., Xen. Ag. 2, 24.

Greek (Liddell-Scott)

εὔρωστος: -ον, (ῥώννυμι) ὑγιής, ἰσχυρός, ῥωμαλέος, Ξεν. Ἑλλ. 4. 3, 6· εὔρωστος τὸ σῶμα αὐτόθι 6. 1. 6· τῷ σώματι Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 123· τὴν ψυχὴν Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 4. ― Ἐπίρρ. -τως, Ξεν. Ἀγησ. 2. 24.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
fort, robuste, vigoureux;
Cp. εὐρωστότερος, Sp. εὐρωστότατος.
Étymologie: εὖ, ῥώννυμι.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὔρωστος, -ον)
1. ισχυρός, δυνατός, ρωμαλέοςεὔρωστος τὸ σῶμα», Ξεν.)
2. αυτός που έχει ψυχικό σθένοςεὔρωστος τὰς ψυχάς», Αριστοτ.)
νεοελλ.
ανθηρός, σε καλή κατάσταση («εύρωστη οικονομία»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ρωστος (< ρώννυμι «δυναμώνω»), πρβλ. ά-ρρωστος, ταχύ-ρρωστος].

Greek Monotonic

εὔρωστος: -ον (ῥώννυμι), υγιής, ρωμαλέος, γερός, δυνατός, ισχυρός, σε Ξεν.· επίρρ. -τως, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

εὔρωστος: сильный, крепкий (τὸ σῶμα Xen. и τῷ σώματι Isocr.; τὴν ψυχήν Arst. и τῇ ψυχῇ Plut.).

Middle Liddell

εὔ-ρωστος, ον ῥώννυμι
stout, strong, Xen. adv. -τως, Xen.