φιτρός: Difference between revisions
καὶ ἄλλως δὲ πολυειδῶς συζευγνύουσι τοῖς πράγµασι τὰ µαθήµατα, ὡς καὶ τῶν πραγµάτων ὁµοιοῦσθαι τοῖς µαθήµασι δυναµένων καὶ τῶν µαθηµάτων τοῖς πράγµασι φύσιν ἐχόντων ἀπεικάζεσθαι καὶ ἀµφοτέρων πρὸς ἄλληλα ἀνθοµοιουµένων → they couple mathematical objects to things in several other ways as well, since things can be assimilated to mathematical objects, and mathematical objects can by nature be likened to things, both being in a relation of mutual resemblance
m (Text replacement - "''' ὁ<b class="num">1)" to "''' ὁ<br /><b class="num">1)") |
(1b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''φιτρός:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> бревно, чурбан, полено Hom.;<br /><b class="num">2)</b> ствол Arst. | |elrutext='''φιτρός:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> бревно, чурбан, полено Hom.;<br /><b class="num">2)</b> ствол Arst. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=![[φιτρός]], οῦ, ὁ,<br />a [[block]] of [[wood]], log, Hom. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:25, 9 January 2019
English (LSJ)
ὁ,
A block of wood, log, φιτρῶν καὶ λάων Il.12.29, 21.314; φιτροὺς αἶψα ταμόντες Od.12 11, cf. A.R.1.405, Call.Fr.246 ( = PSI11.1218a2); bole or trunk of a tree, Q.S.12.137. II firebrand, B. 5.142, Lyc.913.
German (Pape)
[Seite 1289] ὁ (gew. abgeleitet von φύω, φιτύω, φυτεύω, wahrscheinlich von φιδ, findere), Block, Klotz, Scheit, übh. ein Stück Holz; Il. 12, 29. 21, 314. 23, 123 Od. 12, 11; nach Arist. plant. 1, 4 ὁ μόνος γινόμενος ἀπὸ τῆς γῆς, neben λύγος u. κλάδος. – Bei Lycophr. 913 ein Feuerbrand.
Greek (Liddell-Scott)
φιτρός: ὁ, ὡς τὸ κορμός, φιτρῶν καὶ λάων Ἰλ. Μ. 29, καὶ ἀλλ.· φιτροὺς αἶψα ταμόντες Ὀδ. Μ. 11· ― κυρίως ὁ κορμὸς ἢ τὸ στέλεχος δένδρου, κατὰ τὸν Ἀριστ. περὶ Φυτ. 1. 4, 3. ΙΙ. δαυλός, δαλός, φιτροῦ... μιαιφόνον, «τὸν φονέα τοῦ Ἀλεξάνδρου· φιτρὸν δὲ τὸν Ἀλέξανδρον λέγει διὰ τὸν δαλὸν τὸν φανέντα κατ’ ὄναρ τῇ Ἑκάβῃ» (Σχόλ.), Λυκόφρ. 913.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
pièce de bois.
Étymologie: φῖτυ.
English (Autenrieth)
trunk, block, log, pl. (Il. and Od. 12.11.)
Greek Monolingual
ὁ, Α
1. κορμός δέντρου
2. (στον Όμ.) κομμάτι ξύλου
3. δαυλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επικός τ. αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. φι-τρός ανάγεται στην ΙΕ ρίζα bhei- /bhī- «χτυπώ» (πρβλ. αρμ. bir «κοντό και στρογγυλό ξύλο, κούτσουρο, ρόπαλο», καθώς και το αρχ. ιρλνδ. benaid «χτυπά» και τον λατ. τ. υποτακτικής per-fi-nes «να σπας, να καταλύεις», με έρρινο ένθημα) και εμφανίζει επίθημα -τρο-ς, πρβλ. οἶσ-τρος, χύ-τρος (πρβλ. επίθημα -τρο-ν). Κατ' άλλη άποψη, η λ. πρέπει να αναχθεί στην ΙΕ ρίζα bhei-d- «σχίζω» του ρ. φείδομαι (πιθ. από τη ρίζα bhei «χτυπώ» με οδοντική παρέκταση), παραμένει, όμως, δυσερμήνευτος ο τρόπος σχηματισμού του. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι ο τ. ανάγεται σε έναν αρχικό τ. φιδ-ρός(με επίθημα -ρος), ο οποίος στη συνέχεια δέχθηκε την επίδραση τών επιθημάτων -τρος, -τρον, ενώ, λιγότερο πιθανή είναι η προέλευση της λ. από τ. φιδ-τρο-ς, ο οποίος θα έδινε κανονικά τ. φισ-τρο-ς. Αξίζει, τέλος, να σημειωθεί ότι και οι δύο απόψεις έχουν ως αφετηρία την αναγωγή του τ. φιτρός «κορμός» σε μια ρίζα με σημ. «κόβω, χτυπώ, σχίζω, σπάζω» με βάση την ανάλογη περίπτωση της λ. κλάδος που ανάγεται σε ρίζα με σημ. «χτυπώ» (πρβλ. κλῶ «σπάζω», βλ. λ. κλάδος)].
Greek Monotonic
φιτρός: ὁ, κορμός δέντρου, ξύλο, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
φιτρός: ὁ
1) бревно, чурбан, полено Hom.;
2) ствол Arst.